Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024

Η δολοφονία του Γιάννη Τσιγάντε.

 

Στις 29 Νοεμβρίου 1954, δηλαδή κάτι λιγότερο από  δώδεκα  χρόνια απ’ τη δολοφονία του ήρωα ταγματάρχη Γιάννη Τσιγάντε, ο έγκριτος δημοσιογράφος και λογοτέχνης Γεώργιος Καράγιωργας (1919-2011) δημοσίευσε στην εφημερίδα Έθνος την πρώτη συνέχεια από μία σειρά άρθρων του με τίτλο «Φως στη δολοφονία του Γιάννη Τσιγάντε - η πλέον μυστηριώδης υπόθεση της κατοχής, επί τη βάσει επισήμων στοιχείων και αφηγήσεων των πρωταγωνιστών» σχετικά με τις συνθήκες θανάτου του Έλληνα αξιωματικού. Ξεκινώντας με το πρώτο άρθρο του, ο συγγραφέας φιλοξένησε δηλώσεις του Χριστόδουλου Τσιγάντε, ο οποίος και το προλόγισε. Στον πρόλογό του λοιπόν και αφού διατύπωνε τη μεγάλη του πικρία για τη μη διαλεύκανση των συνθηκών του θανάτου του αδελφού του, ο Λάκης Τσιγάντες κατέληγε πολύ χαρακτηριστικά: «Νομίζω πως έφτασε ο καιρός να ανοίξει ο βόθρος της κατοχής».

(Γράφει και σταχυολογεί ο Νίκος Δ. – Θ. Νικολαΐδης)

Τα άρθρα αυτά -που διαβάζονταν σε καθημερινές συνέχειες- προκάλεσαν ιδιαίτερη αίσθηση στην κοινή γνώμη και πολλοί που είχαν συμμετάσχει στα δραματικά εκείνα συμβάντα –τα οποία εξάλλου ήταν ακόμη, πρόσφατα- θέλησαν να πάρουν –με επιστολές τους προς την εφημερίδα- θέση επί όσων αναφέρονταν.


Στην πορεία υπήρξαν αντιδράσεις (θετικές οι περισσότερες) αλλά και παρεμβάσεις που δυσχέραναν το έργο της έρευνας, όπως ο ίδιος ο συντάκτης έγραψε. Αρκετά όμως νέα στοιχεία αποκαλύφθηκαν, ενώ ο αδελφός του νεκρού ταγματάρχη απεύθυνε κι αυτός επανειλημμένα έγγραφες εκκλήσεις προς την τότε κυβέρνηση, προκειμένου ο φάκελος να ανοιχθεί ξανά. Ζητούσε εύλογα, να πληροφορηθεί επίσημα τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είχε παγιδευτεί και δολοφονηθεί ο αδελφός του, ενώ δήλωνε διατεθειμένος, εάν τον καλούσαν, να μετάσχει και ο ίδιος στη διαδικασία, έτσι ώστε ουδείς να ισχυρισθεί ότι η υπόθεση θα «κουκουλωνόταν»! Τελικά, με την ολοκλήρωση της έρευνας Καράγιωργα (οι δημοσιεύσεις τερματίστηκαν στις 29 Ιανουαρίου του 1955 με την 52η συνέχεια) έγινε γνωστό ότι μία επιτροπή -κατόπιν πρωτοβουλίας του Παναγιώτη Κανελλόπουλου- θα αναλάμβανε το δύσκολο έργο να  «φωτίσει» το μυστήριο. Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι λίγο μετά την Απελευθέρωση και κατόπιν πίεσης (και) των Βρετανών, είχε διεξαχθεί μία πρώτη έρευνα υπό τον ανώτατο αξιωματικό Κοκορέτσα, το δε πόρισμά της που εκδόθηκε το 1946, ήταν σοκαριστικό!


Πριν όμως αναφερθούμε στο πόρισμα Κοκορέτσα, είναι σκόπιμο να κάνουμε ορισμένες, απαραίτητες για τον αναγνώστη, επισημάνσεις:


Το μοιραίο εκείνο μεσημέρι της 14ης Ιανουαρίου του 1943 όταν ο Τσιγάντες έπεφτε νεκρός –και έκτοτε περνούσε στην αιωνιότητα- από τις σφαίρες του Ιταλικού αποσπάσματος που αποτελούσαν πέντε έως επτά καραμπινιέροι(*) με επικεφαλής έναν ανθυπασπιστή, αρκετοί ήταν εκείνοι που με το άκουσμα της είδησης, αισθάνθηκαν... ανακουφισμένοι. Ο Τσιγάντες πριν δολοφονηθεί, πρόλαβε να πυροβολήσει 2-3 φορές εναντίον των Ιταλών, τραυματίζοντας τουλάχιστον δύο με τον ένα από αυτούς να υποκύπτει αργότερα σε κοντινό σταθμό Α’ Βοηθειών όπου μεταφέρθηκαν οι τραυματίες, όπως κι ο νεκρός του ταγματάρχη. Ωστόσο είναι βέβαιο, ότι πιο πολύ και από τους Ιταλούς, όταν διαπίστωσαν πως στο κρησφύγετο της οδού Πατησίων βρισκόταν η έδρα μίας αντιστασιακής οργάνωσης, από τη δράση του ΜΙΔΑ614 (όπως είχε ονομάσει το δίκτυό του ο θανών) περισσότεροι ενοχλημένοι πρέπει να ήταν κάποιοι άλλοι. Κι αυτό, διότι ο παράτολμος αξιωματικός είχε, για πολλούς «υπερβεί τα εσκαμμένα».


Μια πόλη γεμάτη εχθρούς...

Ας μη λησμονηθεί εδώ, ότι σε ένα τέτοιο περιβάλλον, τόσο επιβαρυμένο όπως αυτό της κατεχόμενης ελληνικής πρωτεύουσας, όλα ήταν δυνατό να συμβούν ανά πάσα στιγμή. Με ένα συνονθύλευμα από πράκτορες είτε του εχθρού είτε των Συμμάχων, με κατασκόπους αλλά και αδίστακτους καταδότες όπως και κάθε λογής τυχοδιωκτικά στοιχεία να κυκλοφορούν, ο θάνατος παραμόνευε παντού. Οι κατακτητές, Ιταλοί και Γερμανοί μοιράζονταν σε τομείς ελέγχου την Αθήνα και εφάρμοζαν (ιδιαίτερα οι δεύτεροι) με απάνθρωπο τρόπο τις εντολές που είχαν. Η ελληνική Αστυνομία λειτουργούσε επίσης, με διοικητή της τον μάλλον αμφιλεγόμενο Άγγελο Έβερτ, στελεχωμένη φυσικά από έλληνες, πολλοί εκ των οποίων είχαν μυηθεί στην Αντίσταση. Με την πείνα να θερίζει και τους μαυραγορίτες να οργιάζουν (περιουσίες και τιμαλφή άλλαζαν ιδιοκτήτη «εν ριπή οφθαλμού» και αντί «πινακίου φακής») η ανθρώπινη ζωή δεν είχε την παραμικρή αξία. Και η ζωή του ίδιου του ριψοκίνδυνου από τη φύση του Τσιγάντε, λόγω και του σκοπού της αποστολής του (θα δούμε αναλυτικά ποια ήταν αυτή) βρισκόταν -ούτως ή άλλως- σε μεγάλο κίνδυνο.

Πειρασμός για πολλούς...

Ο μεγάλος αδελφός του Γιάννη, Χριστόδουλος («Λάκης») Τσιγάντες (30 Ιανουαρίου 1897 – 12 Οκτωβρίου 1970) όντας στη Μέση Ανατολή ως διοικητής του Ιερού Λόχου, ανησυχούσε πάρα πολύ για την τύχη του, κάτι που επανειλημμένως εκμυστηρεύτηκε στο περιβάλλον του. «Ο Γιάννης δεν θα γυρίσει...Θα τον σκοτώσουν...» φέρεται να έχει πει. Σημειωτέον ότι στο Κάιρο βρισκόταν τότε και η σύζυγος του Γιάννη, Χρύσα Τσιγάντε που ήταν αδελφή της Νίκης Ψαρρού, συζύγου του Δημήτρη Ψαρρού (ο Γ. Τσιγάντες και ο Ψαρρός ήσαν «μπατζανάκηδες»). Η Χρύσα Τσιγάντε ανησυχούσε επίσης, καθώς οι φήμες σχετικά με τις δραστηριότητες του ταγματάρχη στην Ελλάδα, ήταν διάσπαρτες και συχνά αντικρουόμενες.  Ένα βασικό λάθος που έκαναν οι Βρετανοί ήταν ότι είχαν επιτρέψει σε αρκετά πρόσωπα να ενημερωθούν για την αποστολή και το όνομα του επικεφαλής της, πριν αναχωρήσουν. Όταν η αρχική ομάδα Τσιγάντε (αποτελούμενη από εκείνον και ακόμη εννέα άτομα) έφτασε στην Ελλάδα, μεταφέροντας μάλιστα ένα τεράστιο χρηματικό ποσό χρυσών λιρών που προοριζόταν για τη στήριξη του έργου της, πολλοί θα μπήκαν ασφαλώς σε μεγάλο πειρασμό. Ο κύκλος του Τσιγάντε μέσα στην οργάνωση ολοένα και διευρυνόταν, περιλαμβάνοντας –άκριτα- ακόμη και εφήμερες, νεανικές γυναικείες παρουσίες. Μεταξύ των πολλών που σχολιάζονταν ήταν και η εξωσυζυγική του ζωή, αφού όντας λάτρης του ωραίου φύλου, παρορμητικός και ενθουσιώδης, ο Τσιγάντες είχε συνάψει μία τουλάχιστον σταθερή σχέση. Είναι χαρακτηριστικό ότι την παραμονή του θανάτου του, όπως αναφέρει ο Λεωνίδας Παρίσης (αστυνομικός και στέλεχος του ΜΙΔΑ που ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια του Τσιγάντε) ο ταγματάρχης είχε διανυκτερεύσει στο σπίτι της Ελβετίδας ερωμένης του (ονόματι Μαλού Μπερτράν) στο Κολωνάκι, επί της οδού Αλωπεκής 2. Ο Τσιγάντες, όταν το τελευταίο πρωί της ζωής του έφτασε στην Πατησίων 86, είχε εξασφαλίσει τη συμμετοχή αρκετών σημαντικών προσώπων σε ένα σχεδιαζόμενο από καιρό «Εθνικό Συμβούλιο» (ενοποίηση όλων των αντιστασιακών δυνάμεων), το οποίο και ήταν ο ευσεβής πόθος του Κανελλόπουλου. Θα ρύθμιζε απλώς τις τελευταίες λεπτομέρειες, καθώς η πρώτη συνάντηση των μελών του Συμβουλίου είχε καθοριστεί για την αμέσως επόμενη ημέρα. Κάτι βεβαίως, που ουδέποτε έγινε πραγματικότητα...

(*) Καραμπινιερία: Ιταλική Στρατιωτική Αστυνομία.

Το αναπάντεχο αδιέξοδο του Τσιγάντε.

Ο Τσιγάντες –πανέξυπνος και διορατικός- είχε προνοήσει να ζητήσει επίμονα και να πάρει μαζί του, κάποιο επίσημο «διαπιστευτήριο» της αποστολής του. Ο ίδιος ο Κανελλόπουλος, ανταποκρινόμενος στο αίτημα, φρόντισε να του χορηγήσει μία υπογεγραμμένη βεβαίωση ότι του είχε ανατεθεί η εντολή δημιουργίας κατασκοπευτικού δικτύου από την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση. Παράλληλα, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης υπέγραψε μία πλαστή διαταγή πως δήθεν τον μετέθετε ως στρατιωτικό ακόλουθο στην Τεχεράνη, έτσι ώστε η εξαφάνισή του από το Κάιρο να μην κινήσει υποψίες. Πριν οι άνδρες της ομάδας Τσιγάντε αναχωρήσουν για την Ελλάδα, εκπαιδεύτηκαν κατάλληλα -και επί δίμηνο- σε μυστική τοποθεσία της Μέσης Ανατολής. Ο Τσιγάντες αφέθηκε από τους Βρετανούς να διαλέξει ο ίδιος τους συνεργάτες του και εν συνεχεία ο Κανελλόπουλος παραχώρησε τη σχετική (ουσιαστικά ήταν τυπική) έγκριση της κυβέρνησης, αφού οι Άγγλοι αποφάσιζαν και οι Έλληνες αποδέχονταν. Επιπρόσθετα, τους παραχωρήθηκε πλούσιος εξοπλισμός (υλικά δολιοφθορών, ασύρματοι, όπλα και πυρομαχικά) όπως και ο πακτωλός των λιρών, που προοριζόταν για την υλοποίηση των αντιστασιακών τους στόχων. Παρόλα αυτά, όταν ο Τσιγάντες ξεκίνησε σειρά επαφών (πολιτικής προσέγγισης) με τα πρόσωπα που του είχε υποδείξει ο Κανελλόπουλος, συνάντησε έναν αναπάντεχο και έντονο αρνητισμό. Εδώ θα πρέπει να ξεκαθαριστεί πως ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, θεωρώντας ότι το καθαρά επιχειρησιακό σκέλος της αποστολής δεν ήταν πολύ επιβαρυντικό, πήρε την πρωτοβουλία να αναθέσει εκείνος –δίχως οι Βρετανοί να το έχουν ζητήσει- στον Τσιγάντε το έργο της δημιουργίας ενός ενιαίου αντιστασιακού μετώπου («Κέντρο Συντονισμού»)  στην κατεχόμενη Ελλάδα. Ωστόσο, κανείς από όσους προσέγγισε είτε προσωπικά ο ίδιος ο Τσιγάντες (υπολογίζονται σε περίπου 40 άτομα) είτε οι συνεργάτες του (που μίλησαν σε -άνω των- εκατό ανθρώπους) έδειξε τη διάθεση συνεργασίας. Αποτέλεσμα ήταν ο ταγματάρχης (και εδώ, πιθανόν να εντοπίζεται το πρώτο του, βασικό σφάλμα) αντί να ενημερώσει άμεσα τη Μέση Ανατολή και να αναμένει νέες οδηγίες, όπως θα ήταν το πιο λογικό, προχώρησε σε επικίνδυνη διεύρυνση των επαφών του, παράλληλα με τις επιχειρήσεις δολιοφθοράς κλπ σχεδιασμούς, που του είχε αναθέσει το Βρετανικό Ναυτικό. Αυτές ήταν η φυγάδευση Βρετανών στρατιωτικών, η κατασκευή μυστικής βάσης για την προσόρμιση συμμαχικών σκαφών και υποβρυχίων και –το πλέον βασικό- η καταστροφή της διώρυγας της Κορίνθου, αλλά και η κατασκοπεία και διαβίβαση (τηλεγραφικών και ταχυδρομικών) πληροφοριών μέσω Σμύρνης.

Ασυγχώρητες απροσεξίες...

Το ότι οι σύντροφοι του Τσιγάντε περιέπεσαν σε σειρά σφαλμάτων είναι δεδομένο, σύμφωνα πάντα με τις μαρτυρίες των πρωταγωνιστών της δραματικής αυτής υπόθεσης. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ακόμη και το τελευταίο καταφύγιο –στο οποίο ο Τσιγάντες δολοφονήθηκε- δηλαδή η υπόγεια γκαρσονιέρα της πολυκατοικίας επί της Πατησίων, είχε μετατραπεί –πλην της χρήσης του ως «αποθήκης» της οργάνωσης- περίπου σε χώρο... αισθηματικών συναντήσεων (!) Δυστυχώς κάποιοι από τους νεαρούς συνεργάτες του ΜΙΔΑ δεν περιορίστηκαν στα κατασκοπευτικά τους καθήκοντα, αλλά υπέκυψαν στον πειρασμό να συνάψουν ερωτικούς δεσμούς με διάφορες κοπέλες. Οι σχέσεις αυτές ήταν λίαν επικίνδυνες, αφού στην Αθήνα υπήρχαν ορισμένες γυναίκες που υπηρετούσαν σαν μυστικοί πράκτορες των κατοχικών αρχών. Μία τουλάχιστον από αυτές εντοπίστηκε μετά την Απελευθέρωση (βλέπε δημοσίευμα) και η δράση της σχετίστηκε με την υπόθεση. Κάποιες γυναίκες λοιπόν, είχαν μυηθεί στην οργάνωση και πιθανώς γνώριζαν που βρίσκονταν οι «γιάφκες» της. Το γεγονός αυτό κίνησε εύλογες απορίες, όταν έγινε γνωστό και ίσως εκεί να έχουν τις «ρίζες» τους τα κίνητρα όποιου (;) ή και όποιων πρόδωσαν. Γιατί ο Τσιγάντες, αν όχι ονομαστικά ο ίδιος τουλάχιστον η δράση του, προδόθηκε.


Το «Ειδικό Σχέδιο» των Βρετανικών Μυστικών Υπηρεσιών.

Ο Τσιγάντες, που ως νεαρός ανθυπολοχαγός Πεζικού είχε τραυματιστεί βαρύτατα στη μάχη της Κοβαλίτσας (1921) κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας, επιλέχθηκε από τους Άγγλους το 1942 ως ο πλέον κατάλληλος για να πραγματοποιήσει μία σειρά από ενέργειες δολιοφθοράς, κυριότερη των οποίων θεωρούσαν το «μπλοκάρισμα» του Ισθμού της Κορίνθου (επιχείρηση Τούρκολαντ). Οι λόγοι ήταν προφανείς. Μετά το κλείσιμο της διώρυγας οι Γερμανικές πλωτές εφοδιοπομπές προς τη Βόρειο Αφρική (με σκοπό την ενίσχυση των Άφρικα Κορπς του -συνεχώς επελαύνοντα- στρατάρχη Ρόμελ) θα γίνονταν πολύ περισσότερο ευάλωτες από τη δράση του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού, όπως και της Βασιλικής Αεροπορίας (RAF). Διότι δεν θα είχαν τη δυνατότητα να διέλθουν μέσω του Κορινθιακού και θα υποχρεώνονταν να πραγματοποιούν τον περίπλου της Πελοποννήσου. Αφού η ομάδα Τσιγάντε εκπαιδεύτηκε μυστικά και για περίπου δύο μήνες, οι σαμποτέρ (συνολικά δέκα άνδρες) επιβιβάστηκαν στο αγγλικό υποβρύχιο Πρωτεύς (που ναυλοχούσε στη βάση του Τελ Αβίβ) το οποίο, υπό τις ευλογίες του Πατριάρχη Ιεροσολύμων, αναχώρησε από το λιμένα της Βηρυτού στις 7 μ.μ. της 24ης Ιουλίου 1942. Μαζί τους, τα μέλη της αποστολής έφερναν είδη εκστρατείας, εκρηκτικούς μηχανισμούς, τρεις ασυρμάτους, τρόφιμα βάρους 1,5 τόνου και τα «χρήματα ασφαλείας» (12.250 χρυσές λίρες Αγγλίας). Κυβερνήτης του σκάφους-το γράφω για την ιστορία- ήταν ο πλωτάρχης Αλεξάντερ[*].

Άλλοι στόχοι της οργάνωσης ήταν η ανατίναξη της γέφυρας Καρυών (βόρεια της Λαμίας), σαμποτάζ στον κεντρικό λιμένα Πειραιώς, στο Ναύσταθμο και αλλού και η πραγματοποίηση επαφής με το στρατηγό Χρήστο Ζυγούρη στα Άνω Λεχώνια Βόλου, προκειμένου αυτός να αναλάμβανε την αρχηγία όλων των ανταρτικών (μη-ΕΑΜικών) ομάδων. Ο υποστράτηγος Ζυγούρης (που ως λοχαγός κατά τη μικρασιατική εκστρατεία είχε διατελέσει διευθυντής του 3ου Επιτελικού Γραφείου της V Μεραρχίας στο διάστημα 1920-1923 και ακολούθως ήταν ο διοικητής της ΙΧ Μεραρχίας στα ελληνοαλβανικά σύνορα κατά τον πόλεμο του 1940-41) ανέλαβε τελικά διοικητής της Ι Ελληνικής Μεραρχίας του Καΐρου, στις 22 Νοεμβρίου 1942.

[*]Σαράντης Αντωνάκος, Οι Ασύρματοι του ΜΙΔΑ 614 (περιοδικό Αστυνομικά Χρονικά, #502-503, Μάρτιος-Απρίλιος 1978).

Τα αρχικά μέλη της αποστολής ΜΙΔΑΣ614.

Εκτός του ταγματάρχη Γιάννη Τσιγάντε στην αποστολή μετείχαν οι εξής: Λοχαγός Παναγιώτης Ρογκάκος, υπίλαρχος Μαρασλής, έφεδρος υπίλαρχος Βασίλειος Ζακυνθινός («Μίκης»), έφεδρος ανθυπολοχαγός Φώτης Μανωλόπουλος, ανθυπασπιστής Δημήτρης Γυφτόπουλος, ανθυπασπιστής Σπύρος Κώτσης, ο ασυρματιστής Κώστας Ρούσσος και ένας ιδιώτης (που ήταν πράκτωρ της Αγγλικής Ιντέλιτζενς Σέρβις, ο Μίλτος Γιαννακόπουλος («Αριστείδης»). Την τελευταία στιγμή προστέθηκε ένας δεύτερος ασυρματιστής, ο Ιωάννης Μωραΐτης.

Η περιπετειώδης άφιξη στην Αθήνα.

Οι δέκα Έλληνες σαμποτέρ αποβιβάστηκαν σε μία ερημική ακτή της Μάνης τη νύχτα της 1ης προς τη 2α Αυγούστου του 1942, ύστερα από ταξίδι επτά ημερών. Προηγούμενα είχαν κάνει μία στάση για λίγα 24ωρα στη Μέση Ανατολή, όπου η παρουσία τους επισημάνθηκε (2ο σοβαρό σφάλμα στο σχεδιασμό της αποστολής τους). Το υποβρύχιο τους άφησε στον όρμο Νύμφη, νοτίως του Γυθείου. Το πρωί ο Μωραΐτης έστειλε σήμα στο Κάιρο, που ανέφερε ότι «όλα επήγαν καλά».  Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε να μεταβούν στην Αθήνα από ξηράς, ωστόσο κάτι τέτοιο κρίθηκε ανεδαφικό, λόγω των κινδύνων που ελλόχευαν. Αφού λοιπόν πρώτα φρόντισαν να κρύψουν καλά τα υλικά που μετέφεραν αναζητώντας ασφαλείς κρύπτες στις γύρω ερημικές σπηλιές, επιβιβάστηκαν σε δύο πλεούμενα, που είχαν ενταχθεί στην επιχείρηση. Το ιστιοφόρο Αγία Παρασκευή του μυημένου Κούλη Σιδέρη φόρτωσε μόνο τρεις, τους Μανωλόπουλο, Γυφτόπουλο και Μωραΐτη. Στο –βενζινοκίνητο- σκάφος του πλοιάρχου Πολυχρόνη Λεωτσάκου ανέβηκαν όλοι οι υπόλοιποι, έχοντας μαζί τους φορτίο 9.000 λιρών και ενός ασυρμάτου. Λίγες όμως στιγμές πριν αναχωρήσουν συνάντησαν κάποιον άγνωστο που τους παρακάλεσε να ρυμουλκήσουν τη βαρκούλα του ( με την οποία μετέφερε χαρούπια) μέχρι τον Άγιο Γεώργιο του Κερατσινίου. Ο Τσιγάντες, λες και του ήρθε η... επιφοίτηση, αποφάσισε ξαφνικά να ανεβούν όλοι στη μικρή βαρκούλα, πιστεύοντας πως εκείνη θα περνούσε απαρατήρητη, σε αντίθεση με το σκάφος του Λεωτσάκου. Αυτή του η έμπνευση, τους έσωσε!

Οι Ιταλοί γνώριζαν...

Αφού για λόγους ασφάλειας παρέμειναν κρυμμένοι επί δεκαήμερο, οι άνδρες του ΜΙΔΑ614 ξεκίνησαν τελικά για τον Πειραιά στις 4 μ.μ. της 11ης Αυγούστου. Ο Τσιγάντες με τους υπόλοιπους έξι κατέβηκαν δίχως την παραμικρή ενόχληση από τη βαρκούλα και πήραν μαζί τους τα σακίδια με τις λίρες, κρυμένες μέσα σε κοφίνια. Στο βενζινόπλοιο του Λεωτσάκου είχαν αφήσει τον ασύρματο και δύο μπαταρίες. Αφού χωρίστηκαν ώστε να μη δώσουν στόχο, κατευθύνθηκαν στην πρωτεύουσα και κατάλυσαν ο καθένας όπου είχε κανονιστεί από πριν.

Η τύχη του Λεωτσάκου.

Όταν το σκάφος του Λεωτσάκου προσορμίστηκε στο «Ρολόι» του Πειραιά, ένοπλοι Ιταλοί καραμπινιέροι πήδησαν πάνω και ακινητοποίησαν ολόκληρο το πλήρωμα. Ακολούθως τους επιβίβασαν σε ένα κλειστό καμιόνι και τους μετέφεραν στην Καραμπινιερία Πειραιά, που έδρευε στην Κοκκινιά. Ο καπετάνιος υποβλήθηκε σε πολύ σκληρή ανάκριση, κατά την οποία αντιλήφθηκε πως οι Ιταλοί είχαν πληροφορηθεί την άφιξη της ομάδας Τσιγάντε. Εν συνέχεια καθώς έκανε τον ανήξερο, τον βασάνισαν ανηλεώς, όμως ο γενναίος άνδρας άντεξε και δεν παραδέχτηκε το παραμικρό. Έχοντας όμως την επιπλέον αγωνία μη τυχόν ανακαλυφθεί ο ασύρματος που είχε μείνει στο σκάφος, ο Λεωτσάκος προφασίστηκε την ανάγκη να ‘ασφαλίσει’ τη μηχανή του βενζινοπλοίου. Με αυτό το πρόσχημα οι Ιταλοί πείστηκαν να του επιτρέψουν να επιστρέψει στο λιμάνι (φρουρούμενος φυσικά) όπου ο πλοίαρχος, χωρίς να γίνει αντιληπτός και ενώ –δήθεν-κλείδωνε τη μηχανή, κατάφερε ευτυχώς να απαλλαγεί από τον ασύρματο ρίχνοντάς τον στη θάλασσα. Ωστόσο αργότερα οι καραμπινιέροι τον πήγαν στο Γύθειο και εντόπισαν το ακριβές σημείο που είχαν αποβιβαστεί οι Έλληνες αξιωματικοί. Γνώριζαν λοιπόν και τον τόπο της αποβίβασης αλλά και το χρόνο της άφιξης της ομάδας. Κάποιος ή κάποιοι τους είχαν ήδη ενημερώσει... Η τύχη του αποφασισμένου για όλα Λεωτσάκου είχε κριθεί. Παραπέμφθηκε σε στρατοδικείο και -καταδικασθείς σε 20ετή φυλάκιση- μεταφέρθηκε κρατούμενος στην Ιταλία.

Η Αγία Παρασκευή.

Το μικρό  ιστιοφόρο του Σιδέρη (με τους Μανωλόπουλο, Μωραΐτη και Γυφτόπουλο) έφτασε -μετά από ταξίδι οκτώ ημερών- δίχως ιδιαίτερα προβλήματα στον Πειραιά και οι άνδρες αποβιβάστηκαν στη Φρεατίδα, παίρνοντας μαζί τους δύο ασυρμάτους που μετέφεραν και τις υπόλοιπες λίρες. Όσον αφορά αυτές τις τελευταίες, αργότερα ο Τσιγάντες πήρε, συγκεντρώνοντας όλο το ποσό, στην κατοχή του τις λίρες, συνολικά 12.000. Μόνο 250 λίρες δεν άλλαξαν χέρια, καθώς –σύμφωνα με το πόρισμα του 1946- παρέμειναν στη ζώνη του «Αριστείδη», που αρνήθηκε να τις παραδώσει στον αρχηγό του.

Η διάρθρωση της οργάνωσης ΜΙΔΑΣ614.

Ο Τσιγάντες ευθύς μόλις έφτασε στην Αθήνα βάλθηκε με ζήλο να συστήσει τους τομείς δράσης του σχεδίου που είχε αναλάβει. Έφτιαξε ένα ολόκληρο ειδικό επιτελείο για τους συνεργάτες του (που βαθμηδόν έγιναν πολλοί περισσότεροι από την αρχική ομάδα) ιδρύοντας τρία γραφεία πληροφοριών. Τη διεύθυνσή τους ανάθεσε σε έμπειρους αξιωματικούς. Επιτελάρχης ορίστηκε ο συνταγματάρχης Μιχάλης Αντωνόπουλος, ενώ σε θέσεις ευθύνης τοποθέτησε, μεταξύ άλλων, τον αντισυνταγματάρχη Νικόλαο Δημοτάκη (με το ψευδώνυμο «συνταγματάρχης Ω»), τον ταγματάρχη Σπύρο Μαλασπίνα (έναν από τους δύο συνεργάτες που βρέθηκαν δίπλα του στις τελευταίες στιγμές της ζωής του) τον ταγματάρχη Μενέλαο Παντελίδη και τους λοχαγούς Διονύση Βέρο, Αχιλλέα Παυλίδη. Ο Δημοτάκης ήταν παράλληλα επικεφαλής του ΙΙ γραφείου και αρχηγός της μυστικής οργάνωσης «Πλούτων». Στα τέλη Οκτωβρίου του 1942 έφτασαν με υποβρύχιο στην Κύμη Ευβοίας δύο επιπλέον ασυρματιστές, οι Θεόδωρος Λιάκος και Ματθαίος Ανδρόνικος όπως και ο ανθυπίλαρχος Μαρασλής, του οποίου τη θέση στην αρχική ομάδα είχε πάρει ο Μωραΐτης.

Τίποτε δεν πήγε καλά...

Οι λίρες που είχαν μαζί τους οι έλληνες κατάσκοποι αποτελούσαν έναν μεγάλο πειρασμό για πολλούς. Επιπλέον, τα νεαρότερα στελέχη παρασύρθηκαν σε άσκοπες επιδείξεις εντυπωσιασμού. Κοπέλες που προσέγγισαν άρχισαν να έχουν γνώση πάνω σε πράγματα που θα έπρεπε να παραμένουν κρυφά. Κομπασμοί και ανεύθυνες συμπεριφορές δεν έλειψαν, στο σύντομο μάλιστα διάστημα που μεσολάβησε από την άφιξη των μελών της οργάνωσης έως και το πικρό τέλος του αρχηγού της. Ο «Μπάρμπας», όπως ήταν το συνωμοτικό του ψευδώνυμο, γρήγορα έχασε το στενό έλεγχο της κατάστασης καθώς, εκτός των σχεδιασμών για δολιοφθορές, είχε επωμισθεί επιπλέον το βάρος για τη δημιουργία του «Κέντρου Συντονισμού». Οι δύο επικεφαλής της οργάνωσης Θέρος, υψηλόβαθμοι αξιωματικοί Κιτριλάκης και Δόβας –τους οποίους προσέγγισε για συνεργασία- τον απέφευγαν συστηματικά. Ο ίδιος πάντως, όντας συγκεντρωτικός και σε αντίθεση με τις φήμες που διέδιδαν ορισμένοι, γνώριζε να κρατάει το στόμα του κλειστό. Κάτι που, δυστυχώς όπως φάνηκε γρήγορα, δεν έπρατταν αρκετοί άλλοι... Παράτολμα σχέδια όπως αυτό που είχε εισηγηθεί ο Γυφτόπουλος, δηλαδή τη δολοφονία του ανώτατου εν Ελλάδι κατοχικού Ιταλού διοικητή στρατηγού Τζελόζο, του Λογοθετόπουλου, του Γκοτζαμάνη και άλλων στελεχών των δοσιλογικών κυβερνήσεων, εγκαταλείφτηκαν. Το σαμποτάζ του Ισθμού καθυστερούσε, λόγω έλλειψης εφοδίων. Οι επαφές του με πλήθος βαθμοφόρων δεν καρποφόρησαν, παρά την έγγραφη βεβαίωση (με υπογραφή του Π. Κανελλόπουλου) την οποία είχε πάντοτε μαζί του. Εκτός από την αμέριστη συμπαράσταση του αρχηγού της Αστυνομίας Άγγελου Έβερτ (1894-1970)[*], ο οποίος τον προμήθευσε με μία πλαστή ταυτότητα αξιωματικού της Ασφάλειας, αλλά και του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού (1891-1949) που ανταποκρίθηκε με θέρμη στις προτάσεις αντίστασης, ουδείς άλλος προσχώρησε στην οργάνωση. Ο (βασιλιάς) ΜΙΔΑΣ, που -σύμφωνα με τη μυθική παράδοση- ότι έπιανε μετατρέπονταν σε χρυσό, φάνηκε ότι δεν είχε φέρει τύχη στον υπ’ αριθμό 614 σαμποτέρ, που βέβαια ήταν ο ίδιος ο Τσιγάντες.

[*] Πρόκειται για τον πατέρα του πολιτικού Μιλτιάδη Έβερτ (1939-2011).

Το έργο του Τσιγάντε στην κατεχόμενη Ελλάδα.

Αντιθέτως με όσα αναφέρονται σε έκθεση του υποστρατήγου Στέφανου Δούκα (η οποία δημοσιεύθηκε στις 27 Ιανουαρίου 1946) ο Τσιγάντες πρόλαβε, παρά τις τόσες αντιξοότητες που συνάντησε, να συνεισφέρει σημαντικά στην αποστολή –των δολιοφθορών κλπ ενεργειών- που του είχε ανατεθεί. Στην έκθεση αυτή, όπως και στο πόρισμα Κοκορέτσα, θα έχουμε την ευκαιρία να ανατρέξουμε, αργότερα. Ο Τσιγάντες λοιπόν, αφού πρώτα συγκέντρωσε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, σκόπευε να ανατινάξει κάποιο σκάφος εντός του Ισθμού της Κορίνθου, έτσι ώστε να διακοπεί η κυκλοφορία μέσω της διώρυγας, κάτι που θα ζημίωνε σημαντικά την ενίσχυση του στρατάρχη Ρόμελ στη Βόρειο Αφρική. Μάλιστα ζήτησε και του προμήθευσαν από τη Μέση Ανατολή, ειδικούς εκρηκτικούς μηχανισμούς («χελώνες») οι οποίοι θα τοποθετούνταν στα ύφαλα του πλοίου. Το εγχείρημα, στο οποίο τους συνέδραμε η Παγώνα Μίχα, θα αναλάμβαναν να φέρουν σε πέραν οι Ζακυνθινός και Γυφτόπουλος. Προκειμένου να προετοιμαστούν οι δύο άνδρες, κρύφτηκαν σε ένα εκκλησάκι του Αγίου Χαραλάμπους, πλησίον του χωριού Καλαμάκι. Ωστόσο, πριν ξεκινήσουν την επιχείρηση ένα σήμα που έφτασε από το Κάιρο τους καλούσε να αναβάλουν το σχέδιο, καθώς οι μηχανισμοί είχαν κριθεί ανεπαρκείς. Αργότερα τους έστειλαν νέες μαγνητικές «χελώνες» τις οποίες και τοποθέτησαν, όμως οι Γερμανοί ξεκίνησαν έρευνες και έτσι δεν χρειάστηκε το σαμποτάζ, αφού η πλεύση σκαφών μέσω της διώρυγας διακόπηκε υποχρεωτικά. Αξιοσημείωτο είναι πάντως ότι ο Ισθμός δεν γλύτωσε, καθώς τον έκλεισαν οι ίδιοι οι ναζί αποχωρώντας από την Ελλάδα στα τέλη του 1944, τινάζοντάς τον στον αέρα!

Επιπρόσθετα, ο Τσιγάντες πιστώνεται με δύο πολύ σημαντικές αντιστασιακές ενέργειες. Όταν οι Γερμανοί το φθινόπωρο του ’42 θέλησαν να επιβάλλουν την υποχρεωτική επιστράτευση Ελλήνων εργατών (ουσιαστικά σκλάβων) που θα στέλνονταν στη Γερμανία, ο Τσιγάντες πρωτοστάτησε στην οργάνωση μεγάλου (πάνδημου) συλλαλητηρίου στην Αθήνα, το οποίο και υποχρέωσε σε υπαναχώρηση τους κατακτητές.


Επιχείρηση «Εμπειρίκειο».

Στους Αμπελοκήπους και επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, στην ‘καρδιά’ δηλαδή της Αθήνας λειτουργούσε από την προπολεμική κιόλας εποχή, το Εμπειρίκειο σωφρονιστήριο εφήβων, το οποίο οι κατακτητές μετέτρεψαν σε γυναικεία φυλακή. Το φθινόπωρο του ’42 ως διευθύντρια του ιδρύματος υπηρετούσε η γενναία χήρα Άρτεμις Πετράντη (1903-1985), μικρασιατικής καταγωγής και απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1929). Μεταξύ των φυλακισμένων τότε γυναικών ήταν και η νεαρή Καίτη Αντωνοπούλου, κόρη του Κώστα Αντωνόπουλου, ιδιοκτήτη μίας πολυκατοικίας στα Εξάρχεια όπου στεγαζόταν ένα από τα κρησφύγετα του Τσιγάντε. Μυημένη στην οργάνωση ΜΙΔΑΣ614, η Αντωνοπούλου (την οποία κρατούσαν σε απομόνωση) έπρεπε με κάθε τρόπο να φυγαδευτεί, διότι αν η Γκεστάπο την επισήμαινε ως κατάσκοπο ήταν αμφίβολο να αντέξει στα βασανιστήρια που θα την υπέβαλαν. Ο Τσιγάντες ανάθεσε σε μία αγγλίδα σύνδεσμο του δικτύου του, την Τίτα Άλμποτ, να προσεγγίσει τη διευθύντρια των φυλακών. Πράγματι, η Άλμποτ κατάφερε να μιλήσει στην Πετράντη σχετικά με την Αντωνοπούλου, κατά τη διάρκεια μίας συνάντησης στην οικία του γλύπτη Βάσου Φαληρέα. Ακολούθως της γνώρισε το Μίλτο Γιαννακόπουλο, που είχε ερωτικό δεσμό με την κρατούμενη. Αλλά κι ο ίδιος ο Τσιγάντες συναντήθηκε μυστικά  με τη 40χρονη γυναίκα και της πρότεινε μεγάλη χρηματική ανταμοιβή για να δεχτεί να συμμετάσχει στο σχέδιο απόδρασης της Αντωνοπούλου. Εκείνη, προσβληθείσα, απέκρουσε την πρόταση, αλλά ο Τσιγάντες, γνωρίζοντας ότι ήταν βαθιά θρησκευόμενη, επανήλθε στοχεύοντας στις Χριστιανικές της αρχές και τελικά την έπεισε. Η Πετράντη το μόνο που ζήτησε ήταν να προστατευτούν τα δύο της παιδιά –τα οποία μεγάλωνε μόνη της- και να πάρει μαζί της μία ακόμη έγκλειστη κοπέλα, τη Χριστίνα Γάσπαρη, η οποία ήταν η γραμματέας αλλά και μνηστή του φιλέλληνα Βρετανού διπλωματικού υπαλλήλου -και πρέσβη επί τιμή- Θωμά Μπόμαν.


Κάτω από τη «μύτη» των Ιταλών!

Στις 12 Νοεμβρίου 1942 το σχέδιο απόδρασης με κωδική ονομασία «Εμπειρίκειο» τέθηκε σε εφαρμογή, υπό την κάλυψη του Έβερτ και με τη συμμετοχή δύο ανδρών του κατασκοπευτικού δικτύου (ο ένας τους ήταν ο «Αριστείδης Παπαδάκης» δηλαδή ο Μίλτος Γιαννακόπουλος, ο πιο έμπιστος και απόλυτα αφοσιωμένος συνεργάτης του Τσιγάντε) που υποτίθεται ότι ήταν Ιταλοί καραμπινιέροι με πολιτική αμφίεση. Όταν η Αντωνοπούλου αντίκρισε το Μίλτο, με τον οποίο ήταν ερωτευμένη, από την έκπληξή της παραλίγο να λυποθυμήσει. Εκείνος με ψυχραιμία την επανέφερε στην τάξη, ώστε να μην προδοθούν. Οι τρεις γυναίκες εγκατέλειψαν τη φυλακή και δίχως να τους εμποδίσει κανένας, ολόκληρη η πενταμελής κουστωδία επιβιβάστηκε σε ένα όχημα που –δήθεν- θα μετέφερε τις Αντωνοπούλου και Γάσπαρη στην οδό Μέρλιν[*], προκειμένου να υποβληθούν σε συμπληρωματική ανάκριση. Στο ύψος των Στηλών του Ολυμπίου Διός κατέβηκαν όλοι και μετεπιβιβάστηκαν σε ένα άλλο αυτοκίνητο που είχε στείλει στο σημείο ο Έβερτ, αλλάζοντας φυσικά, κατεύθυνση. Τότε αντιλήφθηκε και η Γάσπαρη, που δεν γνώριζε το Γιαννακόπουλο, τι είχε, πραγματικά συμβεί. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ρωτούσε όλο αγωνία τους συνοδούς της αν σκόπευαν να την χτυπήσουν ξανά! Μετά από τρεις μήνες η Πετράντη και τα δύο της τέκνα έφταναν στην ασφάλεια του Καΐρου, όπου με οδύνη πληροφορήθηκαν τα νέα για το τέλος του σωτήρα τους.

Μία περήφανη Ελληνίδα.

Η Πετράντη ήταν το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά του σπουδαίου αγιογράφου Ράλλη Πετράντη και εγγονή του Ιωάννη Πετράντη, καθηγητή αρχαιοελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Η Άρτεμις γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας, το 1903. Το 1912 η οικογένειά της μετοίκησε στην Ελλάδα και η κοπέλα αποφοίτησε από το Γυμνάσιο «Παλλάς Αθηνά», ενώ εξελίχθηκε σε μία έντονη προσωπικότητα με φιλελεύθερες πολιτικές αρχές, αλλά και βαθιές θρησκευτικές καταβολές. Έκανε δύο γάμους, με τον Μυτιληνιό Βασίλειο Πατσούρα αρχικά (από τον οποίο γεννήθηκε ο γιος της, Όθων –ο οποίος έκανε οικογένεια και έζησε στην Αυστραλία) και ακολούθως με τον Κρη διευθυντή της Μαρασλείου Σχολής, Γεώργιο Τζομπανάκη, με τον οποίο απέκτησε την κόρη της Κυριακή (Κική). Δικηγόρος έως το 1937, έδωσε κατόπιν επιτυχείς εξετάσεις σε διαγωνισμό για τη θέση της διευθύντριας των γυναικείων φυλακών Αβέρωφ. Ήταν μάλιστα η πρώτη γυναίκα στα χρονικά, που καταλάμβανε ανώτερη θέση στο ελληνικό σωφρονιστικό σύστημα. Αργότερα (Ιούλιος του 1944) καταδικάστηκε ερήμην –από Έλληνες δικαστές- σε ειρκτή πέντε ετών, για τη συμμετοχή της στην απόδραση των δύο κοριτσιών. Υπηρέτησε ως ανθυπολοχαγός στο Υπουργείο Δικαιοσύνης της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στη Μέση Ανατολή και το Νοέμβριο του ’44 επέστρεψε στην Αθήνα. Τον επόμενο χρόνο αποκαταστάθηκε στα καθήκοντά της ως διευθύντρια, όπου και παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή της, στα 1967. Ουδέποτε κατάφερε να αποκτήσει δικό της σπίτι.

[*] Στεγαζόταν εκεί το αρχηγείο της μισητής Γκεστάπο των Αθηνών, ένα αληθινό κολαστήριο όπου μαρτύρησαν εκατοντάδες Έλληνες πατριώτες.

https://migada71.files.wordpress.com/2019/05/12-cea8ceb7cf86ceafceb4ceb5cf82-cebccebd.pdf

Το έργο του Τσιγάντε στην κατεχόμενη, λοιπόν, χώρα μόνο αμελητέο δεν ήταν. Και, εάν ο Κανελλόπουλος δεν τον είχε «επιβαρύνει» με μία σειρά επαφών προκειμένου να επιτευχθεί η ομόνοια και η σύμπραξη μεταξύ όσων ήταν διατεθειμένοι η και το έκαναν ήδη, να πάρουν μέρος στην ένοπλη πάλη κατά των κατακτητών, τότε μπορεί να είχε γλυτώσει τη ζωή του. Όπως είδαμε, ο θάνατος του είχε στήσει ‘καρτέρι’ περισσότερες από μία (τη μοιραία) φορές. Στο σύντομο χρόνο που πρόλαβε να δράσει, ο Τσιγάντες κατόρθωσε τα εξής:

Να δημιουργηθεί -από το Φ. Μανωλόπουλο- μία μυστική υποβρυχιακή βάση στα ανατολικά παράλια της Εύβοιας ώστε να φτάνουν εκεί με ασφάλεια τα συμμαχικά σκάφη, προκειμένου είτε να αποβιβάσουν άνδρες, όπλα, τρόφιμα, καύσιμα και πολεμοφόδια, ή απλά να ανεφοδιαστούν.

Θεμελίωσε επιτελικά γραφεία δικτύου πληροφοριών μεγάλης έκτασης, οργάνωσε ταχυδρομική υπηρεσία με επικεφαλής το λοχαγό Νικόλαο Χουρμούζη και συνέλεγε παντός είδους χρήσιμη πληροφορία, την οποία ανά πάσα στιγμή, μέσω των πέντε θαρραλέων νεαρών ασυρματιστών του, διοχέτευε απευθείας στους συμμάχους.


Εκείνα τα ατρόμητα παλικάρια, που σχεδόν όλοι (πλην ενός, ο οποίος πρόλαβε να διασωθεί) έδωσαν το αίμα και την ίδια τους την ύπαρξη στον αντιστασιακό σκοπό, ήταν οι εξής: Θεόδωρος Λιάκος (19 ετών από το Γρίμποβο Άρτας), Κωνσταντίνος Ρούσσος (φοιτητής, 22 ετών), Μάριος Δανιηλίδης (26 ετών από τη Νέα Σμύρνη), ο 20χρονος Μυκονιάτης Ματθαίος Ανδρόνικος και -ο μόνος που επέζησε- Ιωάννης Μωραΐτης (διέφυγε έγκαιρα στη Μέση Ανατολή ενώ επέστρεψε ξανά στην Ελλάδα με νέα αποστολή, το χειμώνα του ’43). Συντονιστής της ομάδας τους ήταν ένας 28χρονος συνεργάτης του ΜΙΔΑ, ο ριψοκίνδυνος δικηγόρος Κωνσταντίνος Μπούρας.

Χάρις σε όλους αυτούς, αλλά και στην παράτολμη βοήθεια αγνών, ηρωϊκών αγωνιστών όπως ήταν ο αφανής πληροφοριοδότης Αλέξανδρος Σκουρλέτης, εστιάτορας[*], το Συμμαχικό Στρατηγείο του Καΐρου ενημερώθηκε για τις ακριβείς θέσεις των εχθρικών στρατευμάτων στη χώρα μας, για τις κινήσεις τους, για τη σύνθεση του προσωπικού τους, σχετικά με τις οδούς, τον τρόπο και τη συχνότητα του ανεφοδιασμού, όπως και για τον αριθμό των μελών τους.

Πιο συγκεκριμένα και όπως επισημαίνει σε μαρτυρία του ο Σπύρος Κωτσής (σημαίνον στέλεχος της Οργάνωσης ΜΙΔΑΣ614 και αρχηγός της μετά το θάνατο του Τσιγάντε) το καλοκαίρι του 1942 λίγο αφότου ο Ρόμμελ είχε εκπορθήσει το Τομπρούκ απειλώντας άμεσα και την Αίγυπτο πριν τελικά αναχαιτιστεί έξω από την Αλεξάνδρεια, στην Ελλάδα βρίσκονταν 13 Γερμανικές και 11 Ιταλικές μεραρχίες.

[*] Σύμφωνα με αφήγηση του δημοσιογράφου Στάθη Θωμόπουλου, που με προτροπή του Τσιγάντε είχε αναλάβει διευθυντής της παράνομης αντιστασιακής εφημερίδας (της οργάνωσης Ε.Ε.Ε.) που έβγαινε με τίτλο Ελεύθερη Ελλάδα και της οποίας την έκδοση είχε ξεκινήσει ο δικηγόρος Αγγεληνός.


Ο Τσιγάντες προλαβαίνει τη Γκεστάπο!

Το μεσημέρι της 14ης Ιανουαρίου 1943 ο Τσιγάντες εργαζόταν στη γκαρσονιέρα της οδού Πατησίων, με στόχο να διευθετήσει τις τελευταίες λεπτομέρειες για την κρίσιμη συνάντηση της επόμενης ημέρας. Σε αυτήν είχε πετύχει με πολύ κόπο, να εξασφαλίσει τη συμμετοχή σημαντικών προσώπων με επιρροή στην κοινή γνώμη. Μεταξύ αυτών ήσαν οι Κωνσταντίνος Τσάτσος, Δημήτρης Λαμπράκης, Γεώργιος Παπανδρέου, Αλέξανδρος Σβώλος, Δημήτρης Ψαρρός, Π. Γουναράκης καθώς και ο Μητροπολίτης Καρυστίας Παντελεήμωνπαππούς») ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, που ήταν δηλωμένος πάντα στο πλευρό του, προοριζόταν να προεδρεύσει στο «Συντονιστικό Συμβούλιο» που θα λάμβανε χώρα. Επίσης και ο Έβερτ (ο οποίος είχε μυήσει στην οργάνωση και το διοικητή της Ασφάλειας Αθηνών, Νίκο Τσαγκλή) τον κάλυπτε πλήρως. Παρόλα αυτά, σε προγενέστερη μυστική επιστολή του προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Κανελλόπουλο, ο Τσιγάντες φέρεται να ήταν απογοητευμένος για τη μη ανταπόκριση των περισσοτέρων από τα πρόσωπα που είχε προσεγγίσει. Ως εκ τούτου έδειχνε απαισιόδοξος σχετικά με την προοπτική της δημιουργίας ενός ενιαίου αντιστασιακού μετώπου, χάριν του έθνους. Ένα επιπλέον σημείο που πρέπει να μην αγνοηθεί είναι το γεγονός ότι ο αρχηγός του ΜΙΔΑ εξέφραζε –στην προαναφερόμενη επιστολή- την πικρία του για διάφορες παρεμβάσεις (ποιών, άραγε;) που θεωρούσε πως «δυναμίτιζαν» τις κινήσεις του.

Η κόντρα με το Κ.Κ.Ε.

Παράλληλα είχε βάλει στόχο του να διαλύσει το Ε.Α.Μ., για το οποίο κάποιοι κατάθεσαν μεταγενέστερα ότι έτρεφε άσβεστο μίσος. Ο Τσιγάντες, παράτολμος όπως ήταν σχεδόν δεν υπολόγιζε καθόλου τους Γερμανοϊταλούς, αλλά φοβόταν τους ίδιους τους Έλληνες και περισσότερο τους κομμουνιστές. Μία επιπλέον απόδειξη του εκρηκτικού του χαρακτήρα φάνηκε ξεκάθαρα όταν τον πληροφόρησαν πως ο άστατος (γυναικάς, σπάταλος και επιπόλαιος) «Αριστείδης» είχε τραβήξει περίστροφο κατά τη διάρκεια μίας διαφωνίας του σε κάποια χαρτοπαικτική λέσχη! Έξαλλος ο Τσιγάντες έδωσε αμέσως εντολή να τον εκτελέσουν, σύντομα όμως το μετάνιωσε και ανακάλεσε τη διαταγή.

Το χρονικό της εμπλοκής...

Γύρω στις 1 μ.μ. ο Τσιγάντες έδωσε εντολή στο «Μίκη» να μεταβεί σε κάποια εξωτερική δουλειά. Ωστόσο ο Ζακυνθινός επέστρεψε άμεσα στο κρησφύγετο αναφέροντας πως έξω υπήρχαν κάποιοι με πολιτικά που είχαν «μπλοκάρει» την πολυκατοικία. Ήταν καραμπινιέροι, σταλμένοι από την Ιταλική διοίκηση προκειμένου να διαπιστώσουν εάν η τηλεφωνική καταγγελία μίας αγνώστου ευσταθούσε. Η γυναικεία φωνή που είχε καλέσει στο Ιταλικό Φρουραρχείο (σ.σ. το τηλέφωνο αυτό δεν ήταν γνωστό στο κοινό) με τον –αποσπασμένο εκεί- Ιταλομαθή Έλληνα χωροφύλακα Γαλάτη (απλή συνεπωνυμία με το μέλος της πατριωτικής οργάνωσης Π.Ε.Α.Ν. του Κώστα Περρίκου) να σηκώνει το ακουστικό, έκανε λόγο για «κάποιον κατάσκοπο, που κρύβεται στην οδό Πατησίων 86». Σύμφωνα με όσα γράφει σχετικά ο συγγραφέας Δημοσθένης Κούκουνας (1950-2022) ο Ιταλός έφεδρος λοχαγός Πιτσίτολα, ο οποίος τότε υπηρετούσε στην Υπηρεσία Αντικατασκοπείας (που έδρευε στο Φρουραρχείο) έδωσε μετά τον πόλεμο τη διευκρίνηση πως το τηλεφώνημα ουδόλως ανάφερε το όνομα του Τσιγάντε. Δεν είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένο, ωστόσο, αν έγινε ή όχι μνεία για έναν Βρετανό αξιωματικό (ταγματάρχη). Ο Πιτσίτολα, πιστεύοντας πως επρόκειτο για μία από τις πολλές παραπλανητικές κλήσεις που δεχόταν η Ιταλική Υπηρεσία («Τσι-Έσσε»), διαβίβασε την ανώνυμη καταγγελία στην Καραμπινιερία (χωροφυλακή του στρατού) της οδού Γ’ Σεπτεμβρίου. Εκεί συστάθηκε πρόχειρα ένα απόσπασμα και στάλθηκε επιτόπου για να διαπιστώσει το βάσιμο ή όχι της πληροφορίας.


Τι αναφέρει ο Λεωνίδας Παρίσης.

Γύρω στις 7 π.μ. και σύμφωνα με μαρτυρία του Λεωνίδα Παρίση, ο ίδιος κι ο Τσιγάντες έφτασαν στην υπόγεια γκαρσονιέρα (ο Παρίσης δηλώνει ότι ανήκε στο μηχανικό Κυριακίδη, κάτοικο της οδού Φερρών, ο οποίος βρισκόταν στη Μέση Ανατολή) και μπαίνοντας διαπίστωσαν ότι κάποιος είχε διανυκτερεύσει εκεί. Το πρόσωπο αυτό ήταν ο Ζακυνθινός, ο μόνος –πάντα σύμφωνα με τον Παρίση- που γνώριζε την ύπαρξη του κρησφύγετου (?) Ο Παρίσης αποχώρησε με εντολή να επισκεφτεί τις «βάσεις του Πειραιώς» γύρω στις 8:30 π.μ. και όταν –δύο ώρες αργότερα- επέστρεψε, βρήκε το «Μπάρμπα» να συνομιλεί με την κυρία Ψαρρού, την αδελφή της συζύγου του. Στη γκαρσονιέρα εκείνη την ώρα, «μπαινόβγαιναν» δύο ακόμη τουλάχιστον πρόσωπα. Ο «Μήκης» κι ο υποσμηναγός Νιάρχος. Ο Παρίσης έφυγε ξανά γύρω στις 11 π.μ. σπεύδοντας να επιθεωρήσει στόχους σχεδιαζόμενων δολιοφθορών στο κέντρο της Αθήνας, όπως τις τηλεφωνικές εγκαταστάσεις στις οδούς Σταδίου και Καρόλου. Το απόγευμα θα συναντούσε ξανά τον Τσιγάντε στη διασταύρωση των οδών Κοδριγκτώνος και Αριστοτέλους, προκειμένου να έρθουν σε επαφή με άλλους συνεργάτες τους. Ο Παρίσης καταθέτει ότι γύρω στις 12:30 μ.μ. γύρισε κατάκοπος στο σπίτι του και ξάπλωσε, έχοντας δίπλα του το τηλέφωνο. Περίπου στη 1 μ.μ. δέχθηκε κωδικοποιημένο τηλεφώνημα («ο Μπάρμπας είναι άρρωστος») μετά δε από τον έλεγχο που έκανε πήγε σε ραντεβού στην οδό Ηπείρου, όπου συναντήθηκε με το Βαγγέλη Καπετανίδη. Αυτός τον ενημέρωσε ότι, πριν από τη 1 μ.μ. και ενώ πήγαινε προς την Πατησίων, είδε καραμπινιέρους με στολή να έχουν αποκλείσει την πολυκατοικία.


Η μαρτυρία του Σπύρου Μαλασπίνα.

Ο συνταγματάρχης Μαλασπίνας («ψηλός»)  μας διαφωτίζει[*] περισσότερο, καθώς ήταν παρών στο υπόγειο διαμέρισμα τη στιγμή της συμπλοκής. Μεταξύ άλλων, λέει: Λίγο μετά από την άφιξή μου ο Ζακυνθινός εξήλθε και επιστρέφοντας έσκυψε και κάτι είπε σιγανά στον Τσιγάντε. Αυτός, ταραγμένος αρχικά, μου δήλωσε ότι οι Ιταλοί έχουν αποκλείσει την πολυκατοικία και έδωσε εντολή στο «Μήκη» να βγει από την έξοδο υπηρεσίας προς αναγνώριση. Ανακτώντας τη γνωστή του ψυχραιμία (συνεχίζει ο Μαλασπίνας) αρχίζει να συγκεντρώνει όλα του τα έγγραφα –συμπεριλαμβανομένης μίας έκθεσης που του είχα κομίσει- και μου λέει να φύγω από την ίδια έξοδο του Ζακυνθινού και πως «έρχεται κι εκείνος». Ο Μαλασπίνας βγήκε στην πίσω αυλή, όπου αντίκρισε κάποιον άγνωστο (με πολιτική αμφίεση) να κρατάει καθηλωμένο σε μικρή απόσταση το Ζακυνθινό. Ο τελευταίος για να προειδοποιήσει το Μαλασπίνα, μόλις τον είδε ρώτησε τον άγνωστο «Πότε θα μας αφήσετε να φύγουμε, σινιόρε;».

[*]Σύμφωνα με την έγγραφη αναφορά που ο ίδιος συνέταξε στο Κάιρο, στις 3.3.1943.

Η αλληλεγγύη του Τσιγάντε.

Ο Τσιγάντες, αντιληφθείς ιδίοις όμμασι (προβάλλοντας κάποια στιγμή στην πόρτα της αυλής, όπου κατέληγε η σκάλα υπηρεσίας) τι συνέβαινε εκεί, έσπευσε να τηλεφωνήσει –όπως έχει πει ο Δημήτρης Γυφτόπουλος- στο γραφείο της οργάνωσης στην Κάνιγγος 8.  Ο Γιώργος Τζαβέλλας, που απάντησε στην κλήση, άκουσε τον αρχηγό του να του λέει επιτακτικά «να κλείσεις το μαγαζί και να φύγεις». Μαζί με τον Κ. Μπούρα εγκατέλειψαν αμέσως τη γιάφκα και έσπευσαν να τηλεφωνήσουν σε πολλούς συνεργάτες τους για να κρυφτούν, διότι κάτι επικίνδυνο είχε συμβεί. Παράλληλα, οι Νιάρχος και Καπετανίδης προσερχόμενοι στην Πατησίων, είδαν έξω από την πολυκατοικία αναταραχή και το Ζακυνθινό να φροντίζει κάποιον τραυματία πάνω στο πεζοδρόμιο. Φεύγουν και ειδοποιούν άμεσα τον Παρίση και πολλούς άλλους, ότι «ο αρχηγός είναι άρρωστος»!

Όλα κρέμονται από μία κλωστή!

Πίσω στο διαμέρισμα ο Τσιγάντες έχει αντιληφθεί πως παγιδεύεται, αφού ήδη δύο ομάδες καραμπινιέρων είχαν αρχίσει έρευνα –ανεβαίνοντας από το κλιμακοστάσιο η μία και χρησιμοποιώντας την κυκλική σκάλα υπηρεσίας η άλλη- σε όλα τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας, ξεκινώντας από τους πάνω ορόφους. Επιχειρεί να εξαφανίσει τα ενοχοποιητικά στοιχεία της δράσης του, με το κάψιμο των εγγράφων. Κάποια άλλα χαρτιά όμως επιλέγει  να τα ρίξει στην τουαλέτα, ωστόσο δεν έχει το αποτέλεσμα που θα ήθελε. Παράλληλα ο κλοιός σφίγγει γύρω του καθώς οι Ιταλοί ελέγχουν τις ταυτότητες του «Μήκη» και του Μαλασπίνα. Ο πρώτος τους λέει ότι είχε έλθει για να επισκεφτεί το (ή την) θυρωρό, του οποίου το διαμέρισμα ήταν στο υπόγειο, αντικριστά με εκείνο του Κυριακίδη, όπου βρισκόταν ο «Μπάρμπας»). Τον αναγκάζουν να κτυπήσει το κουδούνι, αλλά δεν απαντάει κανείς. Ο Ζακυνθινός προφασίζεται ότι δεν γνώριζε περί της απουσίας του θυρωρού, όμως οι Ιταλοί τον ακινητοποιούν και απευθύνονται στον άλλο αξιωματικό. Ο Μαλασπίνας, ψύχραιμος, τους δείχνει την ταυτότητά του (που είναι γνήσια) και αναφέρει ότι ήθελε να επισκεφτεί κάποιον γνωστό του στο νούμερο 88 ή 90, αλλά έκανε λάθος μία πόρτα. Η φυσικότητα που επέδειξε και η διάθεση να διευκρινίσει τον βαθμό του, τους πείθουν και του επιτρέπουν να αποχωρήσει, κρατώντας όμως πάντα ακίνητο το «Μήκη».

Από του χάρου τα δόντια!

Ας αφήσουμε όμως για αργότερα τη συνέχεια της μοιραίας συμπλοκής στην πολυκατοικία της οδού Πατησίων 86, για να πάμε λίγο πιο πίσω στο χρόνο. Θα θυμούνται οι αναγνώστες μας ότι υπήρξε τουλάχιστον μία ακόμη περίπτωση, κατά την οποία ο Τσιγάντες βρέθηκε ξανά μπροστά στο θάνατο, αποφεύγοντάς τον, κυριολεκτικά, την τελευταία στιγμή! Ήταν Οκτώβριος του 1942 και ο αρχηγός του ΜΙΔΑ614 είχε βρει ασφαλές καταφύγιο στη μονοκατοικία ενός Ιταλομαθούς έλληνα πατριώτη, του ποιητή Νικολάου Προεστόπουλου, επί της οδού Αχαρνών 282. Ο Προεστόπουλος ήταν άνθρωπος δημοκρατικών αρχών και στο ίδιο σπίτι βρίσκονταν ο αδελφός του, συνταγματάρχης Πάνος Προεστόπουλος και η θαρραλέα αδελφή τους, Κατίνα.

Ήταν μεσημέρι, όταν ένα καμιόνι γεμάτο οπλισμένους Ιταλούς στρατιώτες φτάνει μπροστά στην είσοδο της μεγαλοπρεπούς βίλας. Εισβάλλουν στο σπίτι και ο επικεφαλής τους ελέγχει το συνταγματάρχη, ο οποίος εργαζόταν στο γραφείο του στο ισόγειο. Η Κατίνα, η οποία ήταν πάντα σε επιφυλακή, σπεύδει στον άνω όροφο και ξυπνάει τον -κοιμώμενο στο δωμάτιό του- Τσιγάντε. Αυτός, εκμεταλλευόμενος την απασχόληση των Ιταλών (που θεώρησαν, λανθασμένα, ότι ο Πάνος Προεστόπουλος ήταν εκείνος που ζητούσαν) αλλά και την ιδιάζουσα αρχιτεκτονική του οικοδομήματος, καταφέρνει να διαφύγει άφαντος από τους σκοπούς που είχαν τοποθετηθεί εκτός του σπιτιού και να καταφύγει (και έτσι να διασωθεί από τη θανάσιμη εκείνη παγίδα) στην κοντινή κατοικία του Άγγελου Έβερτ, επί της οδού Προμηθέως 42. Προηγουμένως η Κατίνα έχοντας και τη συνδρομή της πιστής της υπηρέτριας, έχει ήδη καταστρέψει τα έγγραφα που εγκατέλειψε φεύγοντας ο Τσιγάντες, κρύβοντας και τα τρία περίστροφα που υπήρχαν στο σπίτι. Στην ασφάλεια της κατοικίας Έβερτ (όπου πείσθηκε να παραμείνει κρυμμένος για λίγο) ο Τσιγάντες μπόρεσε να ειδοποιήσει πρώτους από όλους τον Παρίση και το Μίλτο, ότι κάποιος τον είχε καταδώσει.

Τι είχε συμβεί...

Ψάχνοντας στα συρτάρια του ισογείου διαμερίσματος της οικίας Προεστοπούλου, ο αξιωματικός που διεύθυνε την έρευνα βρήκε, μεταξύ άλλων, μία φωτογραφία του Πάνου Προεστόπουλου με μονόκλ. Αμέσως διέταξε να συλληφθεί ο συνταγματάρχης και η αδελφή του, τους οποίους μετέφεραν για ανάκριση στην Ιταλική Διοίκηση. Όμως, όταν ο ανακριτής αντίκρισε τον έλληνα αξιωματικό, ενημέρωσε τους υφισταμένους του ότι είχαν προσαγάγει λάθος άνθρωπο και έδωσε εντολή τα δύο αδέλφια να αφεθούν ελεύθεροι. Επιπλέον, κάλεσαν ταξί και τους συνόδεψαν στην κατοικία τους, ζητώντας συγνώμη για την ενόχληση. Θα απορεί ασφαλώς ο αναγνώστης για τα παραπάνω, όμως υπάρχει εξήγηση.

Ο Πάνος Προεστόπουλος, κι αυτός ιταλομαθής, άκουσε τη σιγανή στιχομυθία μεταξύ των Ιταλών όταν οι τελευταίοι είδαν την εικόνα του με το μονό γυαλί. Εκεί βρίσκεται η λύση του μυστηρίου. Όπως αποδείχτηκε, μία γυναίκα είχε τηλεφωνήσει στο Φρουραρχείο, αναφέροντας ότι στη συγκεκριμένη διεύθυνση βρισκόταν ένας κατάσκοπος, που ήταν «ο αρχηγός της ελληνικής αντίστασης, με το μονόκλ».

Εδώ θα πρέπει, ωστόσο, να υπενθυμίσουμε πως τα περί σχεδίου οργάνωσης ενιαίας αντιστασιακής ομάδας στην κατεχόμενη χώρα, ώστε να περιγραφεί σαν ο αρχηγός της ο Τσιγάντες, δεν γνώριζαν μόνο οι εδώ πολιτικοί και στρατιωτικοί που είχε επιχειρήσει να μυήσει ο ταγματάρχης. Τα γνώριζαν και αρκετοί στην Αίγυπτο... Επίσης, ο Τσιγάντες ουδέποτε φόρεσε μονόκλ όταν ήρθε μυστικά στην Ελλάδα. Κάτι που δεν γνώριζαν βέβαια, οι στη Μέση Ανατολή βρισκόμενοι... Αξιοσημείωτο είναι ακόμη, το γεγονός ότι μετά τη διαφυγή του Τσιγάντε, έγινε νέο τηλεφώνημα προς τις Ιταλικές αρχές, αυτή τη φορά από άνδρα. Ο άγνωστος καταδότης έβρισε τους Ιταλούς («κτήνη, μαλ...») και πρόσθεσε ότι δεν θα ξαναείχαν την ευκαιρία για μία τέτοια εύκολη σύλληψη του αρχηγού του ΜΙΔΑ. Προειδοποίησε δε, πως «την επόμενη φορά που θα σας τηλεφωνήσω, να προσέξετε...» Θράσος τεράστιο, ασφαλώς, του αχρείου προδότη, το οποίο όμως αυξάνει τις υπόνοιες ότι προερχόταν από κάποιον που είχε άνεση, διέθετε δηλαδή ιδιαίτερους δεσμούς με το κατοχικό καθεστώς ή πιο συγκεκριμένα με τις υπηρεσίες της Ιταλικής αντικατασκοπείας.


Πολλοί θα μπορούσαν να έχουν ενοχληθεί από τη δράση του ΜΙΔΑ614...

Ο Τσιγάντες (με το ψευδώνυμο «Μείζων») ήταν ένας από τους βασικούς ιδρυτές (στα 1933) της μυστικής «Ελληνικής Στρατιωτικής Οργάνωσης» που προετοίμασε και εκτέλεσε το αποτυχημένο κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935. Άλλοι πρωτεργάτες της οργάνωσης, όλοι τους οπαδοί της Αβασίλευτης Δημοκρατίας ήσαν ο υποστράτηγος Κ. Βλάχος, ο συνταγματάρχης Στέφανος Σαράφης, ο πλοίαρχος Α. Κολιολέγης (που το 1938 πήρε μέρος στο αντί-δικτατορικό κίνημα των Χανίων Κρήτης).

Μετά την απόταξή του ο Τσιγάντες μοιραία έπεσε σε απραξία. Από αυτήν, τον έβγαλε η ανατεθείσα αποστολή των Βρετανών. Ωστόσο, η διάθεσή του να συνεργαστεί με την εξόριστη βασιλική – αν όχι τεταρτοαυγουστιανή- κυβέρνηση οδήγησε στο να ψυχρανθούν σε κάποιο βαθμό οι σχέσεις του με το Σαράφη, που όπως ξέρουμε, υπέγραψε τη Συμφωνία της Βάρκιζας ως εκπρόσωπος (αρχιστράτηγος) του Ε.Λ.Α.Σ. Από την άλλη, ο Τσιγάντες δεν ήταν αρχικά τουλάχιστον, αρνητικός για συνεργασία με το Ε.Α.Μ. [*] Ωστόσο, διαπιστώνοντας την πρόθεση του Κ.Κ.Ε. να μην ανεχτεί άλλους σχηματισμούς στην κονίστρα του αντιστασιακού αγώνα, μετέβαλε τη στάση του και έγινε πολέμιος των κομμουνιστών (όπως εκμυστηρεύτηκε στην  Κατίνα Προεστοπούλου) επιδιώκοντας «να τους εξουδετερώσει». Όμως εκείνο το χρονικό σημείο κατά το οποίο οι Άγγλοι προσέβλεπαν σε ένα διακριτικό «καλόπιασμα» των κομμουνιστών ανταρτών, αφού είχαν ανάγκη το μεγάλο τους δίκτυο ως απαράτητη προϋπόθεση για την πραγματοποίηση δολιοφθορών στην κατεχόμενη Ελλάδα, η μεταστροφή του Τσιγάντε τους δημιουργούσε ένα απρόβλεπτο εμπόδιο. Αργότερα βέβαια, άλλαξαν ρότα... Θεωρείται βέβαιο, επίσης, πως η «γραμμή» του Τσιγάντε να μην αναφέρεται καθόλου στο Πολιτειακό ζήτημα και να επιδιώκει τη συγκρότηση ενός μάλλον «άχρωμου» αντιστασιακού μετώπου ως αντίβαρο στο Ε.Α.Μ. αλλά και  χωρίς να εναντιώνεται στην επιστροφή του Γεώργιου Β’ στην Ελλάδα, έκανε πάρα πολλούς είτε να δυσφορούν ή να είναι πολύ επιφυλακτικοί...

[*] Μία έκθεση του Τσιγάντε προς τους Βρετανούς σχετικά με το Ε.Α.Μ., περιλαμβάνεται στο βιβλίο του συναγωνιστή του, Σπύρου Κώτση, με τίτλο Μίδας 614.


Ποιοι ήταν οι κερδισμένοι από τη διακοπή της δράσης του Τσιγάντε;

Ίσως να μην είναι τυχαίο (το αντίθετο μάλιστα) το γεγονός ότι, αμέσως μετά την εξόντωση του Τσιγάντε και με πιθανό αυτός να είχε... παρεκλίνει των εντολών ή των επιθυμιών των Βρετανών (που δεν καλόβλεπαν μία ευρεία συνεργασία όλων των αντιστασιακών ομάδων του ελληνικού χώρου) η περίφημη Υπηρεσία Κρούσης (ΜΟ4) καταργήθηκε, το προσωπικό της άλλαξε και στις εγκαταστάσεις της στεγάστηκε μία νέα μονάδα (Force 133). Ακόμα πιο περίεργο είναι πως ο επικεφαλής της, συνταγματάρχης Τόμπλιν (που ασφαλώς γνώριζε πολλές μυστικές λεπτομέρειες) πέθανε αιφνιδίως, αφού ήπιε έναν καφέ... 

Κάποιος συγκεκριμένος, πρόδιδε...

Μετά την κατάδοση στην οικία Προεστόπουλου, ο Τσιγάντες βρήκε νέο καταφύγιο σε σπίτι της οδού Σπ. Τρικούπη, μία από τις κόρες των εκεί ενοίκων μάλιστα είχε, κατά κάποιον τρόπο, συνδεθεί με το Ε.Α.Μ. Αναφέρεται ένα πολύ παράξενο συμβάν με αυτή την κοπέλα, που δημιουργεί εύλογο προβληματισμό. Μία μέρα και ενώ το κορίτσι βάδιζε στο δρόμο, την πλησίασε κάποιος άγνωστος και της συνέστησε να απαλλαγούν από αυτόν που έκρυβαν στο σπίτι τους, γιατί θα έμπλεκαν! Η μικρή επέστρεψε τρέχοντας στους γονείς της και ανάφερε το περιστατικό. Τότε εκείνοι, έκπληκτοι άκουσαν τον Τσιγάντε να ρωτάει μερικές άλλες λεπτομέρειες, που τον έβαλαν σε περίσκεψη. Γνώριζε κατά πάσα πιθανότητα, όπως είπε, το όνομα του άγνωστου προδότη και ήλπιζε σύντομα να τον αναγκάσει να αποκαλυφτεί. Όμως, δεν πρόλαβε...

Το Πόρισμα Κοκορέτσα.

Ας επανέλθουμε, όμως στο περίφημο αποτέλεσμα της επισταμένης έρευνας του στρατηγού Κοκορέτσα, η οποία ξεκίνησε το 1945. Είναι πολύ αμφίβολο αν φωτίζει κάποια πτυχή αυτής της τόσο σκοτεινής υπόθεσης. Σε αυτό το πόρισμα, λοιπόν, περιλαμβάνονται -μεταξύ πολλών άλλων μαρτυριών- και οι καταθέσεις του επισμηναγού Νιάρχου. Σύμφωνα με αυτές, υπόνοιες ενοχής δημιουργούνται για τον τότε αρχιφύλακα Ευάγγελο Καπετανίδη, κάτι που υιοθετεί κι ο συντάξας το έγγραφο. Ωστόσο ο Καπετανίδης αδικείται από αυτή την εκτίμηση του στρατηγού (με βάση πάντα τα όσα είπε ο αεροπόρος) καθόσον υπήρξε πάντοτε ο «ακοίμητος φρουρός» του Τσιγάντε (φράση που χρησιμοποιεί ο Γ. Καράγιωργας στη σειρά άρθρων του) και όχι ο διώκτης του. Ένα ακόμη συμπέρασμα το οποίο διατυπώνει ο Κοκορέτσας στην έρευνά του, είναι ότι το Ε.Α.Μ. δεν είχε ανάμειξη στην υπόθεση, ενώ άμεσο συμφέρον να εξοντωθεί ο Τσιγάντες είχαν οι ίδιοι οι Άγγλοι!

Κι ακόμη (αυτό είναι και το πιο ανατριχιαστικό, δικαιολογώντας απολύτως την τρομερή αγωνία του Λάκη Τσιγάντε για την τύχη του αδελφού του) πως το μοιραίο τηλεφώνημα προς τις Ιταλικές αρχές πραγματοποίησε η Καίτη Κουσουράκη-Παρίση, η μετέπειτα σύζυγος δηλαδή του ανθρώπου ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με την προστασία του αρχηγού (!!!!) Αυτό το τελευταίο αναφέρθηκε σε πρωϊνή εφημερίδα μεταπολεμικά, όταν είχαν ήδη «φουντώσει» οι δίκες του μετεμφυλιακού κράτους σε βάρος εκατοντάδων στελεχών του Κ.Κ.Ε. που παραπέμπονταν στα έκτακτα στρατοδικεία με την κατηγορία της κατασκοπείας. Έχει ενδιαφέρον να ανατρέξουμε σε διάφορες στιχομυθίες κατά τη διάρκεια εκείνων των δικών, όπως δημοσιεύθηκαν σχεδόν αυτούσιες σε εφημερίδες της εποχής. Τελειώνοντας με το πόρισμα Κοκορέτσα, ο Καράγιωργας σημειώνει τις πολλές επιφυλάξεις του για τις ενδεχόμενες ευθύνες προσώπων, όπως:

α) Γιατί άραγε η εν λόγω κυρία Παρίση να τηλεφώνησε στους Ιταλούς, ενώ ο ασύρματος του Τσιγάντε λειτουργούσε στην οικία της; Επιπλέον, στις σημειώσεις του Τσιγάντε ήταν καταγεγραμμένα τα πλήρη στοιχεία της, όπως φυσικά και του αστυνομικού άνδρα της, ο οποίος μάλιστα υπήρξε –για μικρό διάστημα- ο διάδοχος του νεκρού αρχηγού στην ηγεσία της οργάνωσης. Αν ο Τσιγάντες σκοτωνόταν (όπως και έγινε), πιανόταν και ομολογούσε ή όταν θα βρίσκονταν οι σημειώσεις του, τότε οι συνέπειες θα ήταν ολέθριες τόσο για το Λεωνίδα Παρίση, όσο και για τον προϊστάμενό του, Άγγελο Έβερτ.

β) Γιατί ενώ το πόρισμα δημοσιοποιήθηκε ολόκληρο το 1946, ουδείς έκτοτε, ασχολήθηκε με αυτό;

γ) Γιατί ο ταξίαρχος Μπενηψάλτης (του οποίου η έρευνα δεν δημοσιοποιήθηκε) δήλωσε στον Καράγιωργα ότι «ο Τσιγάντες έπεσε θύμα της Ιντέλιτζενς Σέρβις, αφού το μπλόκο στο σπίτι του Προεστόπουλου δεν το έκαναν οι Ιταλοί, αλλά το έφεραν σε πέρας άνθρωποι του Έβερτ;» (!!!) Όλοι όμως οι αυτόπτες μάρτυρες που είδαν τη σκηνή, βεβαιώνουν τον Γ.Κ. πως το μπλόκο έγινε από ένστολους Ιταλούς καραμπινιέρους, που έφτασαν με στρατιωτικά καμιόνια.

Αιχμές και αντεγκλήσεις!

Αναφερθήκαμε παραπάνω στις ταραχώδεις δίκες της δεκαετίας του ’50, όταν πάρα πολλοί κομμουνιστές (άνδρες και γυναίκες) στάλθηκαν στις φυλακές ή και στο εκτελεστικό απόσπασμα (ομάδα Μπελογιάννη, Πλουμπίδης κ.α.) καταδικασμένοι για κατασκοπεία υπέρ του Κ.Κ.Ε. Ας μην ξεχνάμε βέβαια πως ο «ψυχρός πόλεμος» βρισκόταν τότε στο απόγειό του, ενώ και ο ίδιος ο Ζαχαριάδης είχε διαπράξει την ανήκουστη πολιτική ανοησία να δηλώσει ότι το όπλο του μαχητή του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας δεν αφήνονταν πια στην άκρη μετά το πέρας της αιμματόβρεχτης εμφύλιας τριετίας (1946-1949), αλλά το ακουμπούσαν... «παρά πόδα»!

Κατά τη διάρκεια μίας από αυτές τις δίκες ενώπιον του στρατοδικείου, ο Κωνσταντίνος Μαυρίδης (https://ardin-rixi.gr/archives/14568) γράφει πως στα 1953 δικάστηκε μία μεγάλη ομάδα στελεχών της παράνομης Αριστεράς, με βαρύτατες κατηγορίες που επέσυραν την ποινή του θανάτου. Μεταξύ τους ήταν ο Χαρίλαος Φλωράκηςκαπετάν Γιώτης» - υποστράτηγος του Δ.Σ.Ε. και μετέπειτα γ. Γραμματέας του ελληνικού Κ.Κ.), ο Λεωνίδας Τζεφρώνης, ο Γρηγόρης Λιόλιος, ο Κώστας Λουλές, ο Κυριάκος Τσακίρης, ο Σταύρος Καρράς, ο Δημ. Δάλλας κ.α. Σύμφωνα με το Μαυρίδη κάποια στιγμή κλήθηκε στο βήμα για να καταθέσει (ως μάρτυρας κατηγορίας) κάποιος ανώτερος αξιωματικός της Αστυνομίας, ο οποίος χρησιμοποίησε για τους κατηγορουμένους τους γνωστούς υβριστικούς χαρακτηρισμούς (που άλλωστε, δεν απέφευγε ούτε ο βασιλικός επίτροπος). Τότε αγανακτισμένος ο -εκ των κατηγορουμένων- συγγραφέας Περικλής Ροδάκης δεν έντεξε και τινάχτηκε πάνω λέγοντας «Έχεις το θράσος να μας αποκαλείς προδότες, εσύ που πρόδωσες τον Τσιγάντε για τις λίρες; Και η γυναίκα που τηλεφώνησε στους Ιταλούς δεν είναι τώρα η σύζυγός σου;;;» Ο Μαυρίδης συνεχίζει αναφέροντας ότι στο άκουσμα των παραπάνω φράσεων ο μάρτυρας σωριάστηκε αναίσθητος και η συνεδρίαση διακόπηκε εν μέσω οχλοβοής. Ωστόσο οι κατηγορίες που εκτόξευσε τότε ο Ροδάκης έπεσαν στο κενό, ενώ τελικά τα δικαζόμενα μέλη του Κ.Κ.Ε. καταδικάστηκαν σε μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης. Αυτά όμως, τα λέει ο Μαυρίδης.

Είναι όντως έτσι;

Στην εφημερίδα Έθνος (στο φύλλο της 6ης Σεπτεμβρίου του 1954) αλλά και στην εφημερίδα Εμπρός (φύλλα της 4ης και της 11ης Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς) επιβεβαιώνεται η σύλληψη για κατασκοπεία των περισσοτέρων από τα κομμουνιστικά στελέχη τα οποία αναφέρει ο Μαυρίδης. Ωστόσο η δίκη τους πραγματοποιείται σχεδόν μία εξαετία αργότερα (διαρκούσης από τις 26 Απριλίου έως και την 19η Μαΐου του 1960) όπως αποδεικνύουν δημοσιεύματα της εφημερίδας Μακεδονία (φύλλα της 20ης και της 31ης Μαΐου 1960). Από ολόκληρη την ακροαματική διαδικασία ας εστιάσουμε σε όσα γράφτηκαν στο φύλλο της 8ης Μαΐου 1960 της ίδιας εφημερίδας. Στη σελίδα 6 (με τίτλο «Εν μέσω συνεχών αντεγκλήσεων και επεισοδίων συνεχίζονται στο Στρατοδικείο Αθηνών αι απολογίαι των 42 κομμουνιστικών στελεχών») αναφέρεται επί λέξει (απολογείται ο κατηγορούμενος για κατασκοπεία υπέρ του Κ.Κ.Ε., Κυριάκος Τσακίρης, ενώ έχουν προηγηθεί επιβαρυντικές για τους κατηγορούμενους καταθέσεις αρκετών αξιωματικών της Αστυνομίας, μεταξύ των οποίων οι Παπαναστασίου, Ρακιτζής, Κροντήρης και Παρίσης): «Ο Παπαναστασίου κ. Πρόεδρε με κατηγορεί εμένα ως προδότη ενώ ο ίδιος δηλώνει πατριώτης, αυτός που το 1943 υπηρετούσε στην ασφάλεια Πειραιώς, κάτω από τις διαταγές των Γερμανών. Ως προς τον Παρίση, αμφισβητώ και αυτού την ειλικρίνεια. Δεν είναι άνθρωπος που σέβεται την αλήθεια. Τον διακρίνει η αμάθεια και το μίσος. Οι υπόλοιποι (σ.σ. Ρακιτζής, Κροντήρης, Παπαναστασίου) κοίταξαν με κάθε τρόπο να κρύψουν το μίσος τους, πράγμα που δεν έκανε ο Παρίσης. Ο Παρίσης είναι προδότης, έχει ανοικτή υπόθεση με τη δολοφονία του Τσιγάντε και θα δώσει λόγο μία μέρα γι’ αυτό».

«Ελάτε να πιάσετε έναν κατάσκοπο

Το μοιραίο για τον Τσιγάντε τηλεφώνημα έγινε το πρωί της Πέμπτης, 14 Ιανουαρίου 1943. Η γυναικεία φωνή, όπως τα λόγια της ανέφερε στον οδοντίατρο (πιστό συνεργάτη του ΜΙΔΑΣ614) Θεμ. Κανταρτζή ο Ιταλός επιλοχίας των καραμπινιέρων Τζιοβάννι Φρέτσα (του οποίου η μαρτυρία εκτιμάται ως η πλέον αξιόπιστη) είπε τα εξής: «Ελάτε να πιάσετε έναν κατάσκοπο, που κρύβεται στην πολυκατοικία της οδού Πατησίων 86». Ο Φρέτσα, ο οποίος υπηρετούσε στην Ιταλική υπηρεσία που έδρευε στη συμβολή των οδών Ευριπίδου και Αθηνάς, δήλωσε αναρμόδιος και έδωσε την είδηση στην Κομμάντο Πιάτζα (επί της οδού Πανεπιστημίου, δίπλα στο Νομισματικό Μουσείο) ώστε να επιληφθούν της καταγγελίας. Η συνέχεια γνωστή...

Οι τελευταίες στιγμές του Τσιγάντε.

Είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι ένας πανέξυπνος άνθρωπος που δεν άφηνε τίποτα στην τύχη όπως ήταν ο Τσιγάντες κι ενώ διασώθηκε ακριβώς την τελευταία στιγμή στην επιχείρηση της οικίας Προεστόπουλου, επέλεξε ως επόμενο κρησφύγετό του μία... «ποντικοπαγίδα», όπως ουσιαστικά ήταν το υπόγειο της πολυκατοικίας στην Πατησίων 86. Όπως έχουμε περιγράψει βασιζόμενοι σε διάφορες μαρτυρίες, ο Τσιγάντες όταν βεβαιώθηκε πως ήταν εγκλωβισμένος (οι δύο ομάδες των καραμπινιέρων πλησίαζαν ταυτόχρονα και ερευνώντας από τα πάνω πατώματα προς το υπόγειο) επέστρεψε γρήγορα στο διαμέρισμα, πραγματοποίησε συνθηματικό τηλεφώνημα στους συνεργάτες του και άρχισε την καταστροφή των αρχείων του.

Εδώ πρέπει να πούμε ότι, τελικά τα ενοχοποιητικά χαρτιά (όσα δεν κάηκαν) δεν χάθηκαν όλα, αφού η τουαλέτα «ξηλώθηκε» εν συνεχεία από τους Ιταλούς, που ανέκτησαν αρκετά από αυτά. Όταν ολοκλήρωσαν την αποκρυπτογράφηση, έδωσαν τα έγγραφα στον επικεφαλής της Ιταλικής αντικατασκοπείας λοχαγό Πιτσίτολα, που τα διαβίβασε για να δακτυλογραφούν στην Ελληνίδα υπάλληλο της υπηρεσίας του Υβόννη Περδικάρη, μη γνωρίζοντας βέβαια πως και αυτή η θαρραλέα γυναίκα ανήκε στην Αντίσταση. Μέσω της Περδικάρη η πληροφόρηση -για την εύρεση του καταλόγου με ονόματα πατριωτών- έφτασε στους Δημήτρη Λαμπράκη και Έβερτ. Οι δύο τους έσπευσαν να ειδοποιήσουν το ίδιο βράδυ πολλά μέλη της οργάνωσης που περιλαμβάνονταν στις καταστάσεις (εκτιμάται ότι ήσαν περισσότερα των εκατό) ώστε να κρυφτούν για να αποφύγουν τη σύλληψη. Επιπλέον, πατριωτικές υπηρεσίες με τη διάσωση συνεργατών του ΜΙΔΑ614 πρόσφερε και ο επικεφαλής αξιωματικός της Ασφαλείας Αθηνών, Νικόλαος Τσαγκλής. Όσον δε αφορά στον Ιταλό λοχαγό, όπως τουλάχιστον ισχυρίστηκε ο ίδιος μετά τον πόλεμο, σκόπιμα δεν αναζήτησε τους συνεργάτες του νεκρού αρχηγού. Ήταν η στάση του φιλελληνική ή απλά, με δεδομένο πως ο πόλεμος από τα μέσα του 1943 είχε χαθεί για τη χώρα του, απέφυγε να ασχοληθεί περαιτέρω; Ουδείς μπορεί να ξέρει...

"Πότε θα μας αφήσετε να φύγουμε, σινιόρε;"


Επιστρέφοντας στις δραματικές στιγμές που εξελίχθηκαν στη γκαρσονιέρα, δίνουμε το λόγο στον Ζακυνθινό (τηλεοπτική παραγωγή Γιώργου Πετρίτση, ΕΤ1, 1991):  «Με είχε ακινητοποιήσει ένας Ιταλός έχοντας το ένα του χέρι στην τσέπη, όπου σίγουρα κρατούσε περίστροφο (σ.σ. ο «Μήκης» ήταν άοπλος εκείνη τη στιγμή). Όταν ο ανθυπασπιστής εξέτασε την (πλαστή) ταυτότητα του Τσιγάντε (που τον ανέφερε ως υπαστυνόμο Α’ Γεώργιο Αντωνιάδη, της Γενικής Ασφαλείας Αθηνών) φάνηκε να πείθεται και του υπέδειξε ότι ήταν ελεύθερος να φύγει». Η ψυχραιμία του Τσιγάντε που ήταν παροιμιώδης και τα άψογα Ιταλικά που γνώριζε ο έλληνας ταγματάρχης, δημιούργησαν ένα στιγμιαίο κλίμα άνεσης μεταξύ των δύο ανδρών, όπως διακρίνεται στη συνέχεια της αφήγησης του Ζακυνθινού: «Ο Τσιγάντες στεκόταν ψυχρός και ρώτησε αν τον ήθελαν άλλο, να βοηθήσει σε κάτι και τότε απλά ο Ιταλός κάνοντάς του νεύμα να φύγει, του είπε ότι κάπου έχουν συναντηθεί. Ίσως στη Γενική Ασφάλεια, όπου υπηρετώ, ανταπάντησε ετοιμόλογα ο Τσιγάντες και ξεκίνησε να ανεβαίνει τα σκαλιά προς το διάδρομο της πολυκατοικίας και την έξοδο». Κάπου εδώ όμως η απρόβλεπτη μοίρα έπαιξε μοιραίο παιχνίδι με θανάσιμη κατάληξη, στον ατρόμητο αρχηγό του ΜΙΔΑ614.

Η σκυτάλη (χάριν της ασφαλούς διασταύρωσης) περνάει τώρα στον ταγματάρχη Σπύρο Μαλασπίνα, που υπενθυμίζω στον αναγνώστη ότι ήταν ο κομιστής εκείνη την ημέρα, μίας έκθεσης της στρατιωτικής επιτροπής Καΐρου σχετικά με τον αντάρτικο αγώνα. Φτάνοντας στην αυλή είχαμε δει ότι αντίκρισε τον ακινητοποιημένο «Μήκη» που τον προειδοποίησε για την ταυτότητα του ανθρώπου ο οποίος τον κρατούσε ακίνητο. Και ενώ ο ταγματάρχης –μετά την επισκόπηση της δικής του, γνήσιας στρατιωτικής ταυτότητας- αφέθηκε να αποχωρήσει δίχως άλλο εμπόδιο, έγινε μάρτυρας των τελευταίων στιγμών του επεισοδίου: Ακούγοντας τα δυνατά κτυπήματα στην πόρτα του, ο Τσιγάντες άνοιξε και πρόβαλε αγέρωχος και ατάραχος, στο κατώφλι. Μετά τη σύντομη στιχομυθία που περιγράφει πιο πάνω ο Ζακυνθινός, ένας Ιταλός, απευθυνόμενος στον Τσιγάντε που ήδη ανέβαινε τα σκαλιά, του φωνάζει «Σινιόρε, σινιόρε, λα πόρτα!».

Η συνήθεια, που στάθηκε μοιραία!

Όπως επιβεβαιώνει και ο Δημήτρης Γυφτόπουλος στο βιβλίο του[*], ο Τσιγάντες από μικρός είχε το περίεργο συνήθειο όταν έφευγε από κάπου να μην κλείνει πίσω του την πόρτα. Η ανεξήγητη εκείνη έξις του ήταν αυτή που τον οδήγησε, δυστυχώς, στο θάνατο. Ο Ιταλός επικεφαλής -βλέποντας μισάνοικτη την πόρτα της γκαρσονιέρας- έσπευσε καλόπιστα να του φωνάξει να την κλείσει και οι δύο άνδρες στράφηκαν προς το διαμέρισμα. Όμως, η οσμή από τα καιόμενα έγγραφα έγινε αντιληπτή από τον Ιταλό ανθυπασπιστή που κάτι υποψιάστηκε και μπήκε στο δωμάτιο. Τότε ο Τσιγάντες τράβηξε αστραπιαία από την τσέπη το πιστόλι του και ετοιμάστηκε να παίξει, πυροβολώντας αιφνιδιαστικά, το τελευταίο του «χαρτί». Ακολούθησε συμπλοκή μπροστά στα μάτια των υπολοίπων, των δύο Ελλήνων και όσων Ιταλών δεν μπλέχτηκαν με τους δύο, που πάλευαν.  Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες ο Τσιγάντες πρόλαβε να τραυματίσει δύο από τους αντιπάλους του, πριν ένας τρίτος του πιάσει το αριστερό χέρι με το περίστροφο (ήταν αριστερόχειρ). Τον έσυραν προς τα έξω και κόντρα στον τοίχο της αυλής με υψωμένο το χέρι του ψηλά, ώστε να τον συλλάβουν. Ο Τσιγάντες, όμως, αντέδρασε με τόλμη, ελευθερώθηκε για μία στιγμή και έριξε ξανά εναντίον τους. Τότε ένας Ιταλός τον πυροβόλισε στην κοιλιά και στο πόδι, ενώ ένας ακόμη τον αποτελείωσε με μία σφαίρα στο κεφάλι. Ο αρχηγός ήταν νεκρός.

[*]Μυστικές Αποστολές στην Εχθροκρατούμενη Ελλάδα.

Η διαφυγή του «Μήκη».

Ο Δημήτρης Γυφτόπουλος μας διαφωτίζει σχετικά με τον τρόπο που κατάφερε ο τολμηρός Ζακυνθινός να διασωθεί από το θανάσιμο κλοιό των Ιταλών καραμπινιέρων. «Πέντε περίπου λεπτά κράτησε η μάχη που έδωσε ο αρχηγός μας με τους Ιταλούς και στις 13:30 μ.μ. έξω από το καταφύγιό του έπεσε νεκρός. Ο φρουρός του Μήκη τραυματίστηκε και ο Ζακυνθινός τρέχει να βοηθήσει έναν άλλο τραυματία, που δεν είχε αντιληφτεί ότι ο συνάδελφός του τον κρατούσε ως ύποπτο. Δένει με το μαντήλι του το τραύμα στο χέρι του καραμπινιέρου και τον μεταφέρει έξω από το κτίριο, εκεί όπου βλέπουν τη σκηνή οι Νιάρχος και Καπετανίδης. Με ένα αυτοκίνητο ο Μήκης οδηγεί τον τραυματία στον σταθμό των Α΄Βοηθειών της περιοχής (οδός Καποδιστρίου). Ενώ οι γιατροί περιποιούνται το τραύμα, ο Ζακυνθινός εμποδίζεται να φύγει από έναν αποσπασμένο εκεί αστυνομικό, καθώς του ζητούν λεπτομέρειες για τον τραυματισμό του Ιταλού. Φτάνοντας στο ιατρείο και ο -επίσης χτυπημένος- φρουρός του έλληνα αντιστασιακού, τον αναγνωρίζει λέγοντας «κι εσύ εδώ;» και δίνει εντολή να κρατηθεί. Ωστόσο σύντομα ο χώρος γεμίζει από φορεία με τους υπόλοιπους τραυματίες της συμπλοκής ενώ διακομίζουν στο σημείο και το πτώμα του Τσιγάντε. Ο Μήκης βλέποντας τον τραυματία που είχε μεταφέρει να είναι τώρα όρθιος στο διάδρομο, τον συνοδεύει προς το χειρουργείο, λέγοντάς του ότι έχουν φέρει εκεί και το συνάδελφό του. Πάνω στη σύγχυση που επικρατεί βγαίνει στο δρόμο και φτάνει στο γραφείο του συνεργάτη του Θ. Καπάτου, επί της Πλατείας Κάνιγγος. Το σούρουπο άλλος συνεργάτης τον οδηγεί στην οικία Παρίση και τα επόμενα 24ωρα κρύβεται σε σπίτια μελών της οργάνωσης».


Οι «προβολείς» πάνω στον Έβερτ!

Ο Λεωνίδας Παρίσης τους πρώτους που ειδοποίησε για το θάνατο του Τσιγάντε ήταν τους άμεσα προϊσταμένους του,  Έβερτ και Τσαγκλή. Η σύζυγος του Παρίση τηλεφώνησε στη Μαλού Μπερτράν. Ο Τσαγκλής πρώτα και ο Έβερτ στη συνέχεια κλήθηκαν από τους Ιταλούς στο σταθμό Α’ Βοηθειών για την αναγνώριση του πτώματος, αφού ουδείς οικείος του νεκρού είχε ακόμη ειδοποιηθεί. Ο Τσαγκλής, δασκαλεμένος όπως ήταν από τον Έβερτ και αφού γνώριζε φυσιογνωμικά τον Τσιγάντε (καθώς τον είχε φιλοξενήσει στο σπίτι του) δήλωσε κατηγορηματικά ότι δεν επρόκειτο για αξιωματικό της Αστυνομίας, ενώ για την ταυτότητα που του έδειξαν είπε ότι μάλλον ήταν πλαστή. Ο Έβερτ που έφτασε λίγη ώρα μετά, πληροφόρησε τους Ιταλούς πως ο σκοτωμένος άνδρας πρέπει να ήταν ένας από τους δίδυμους (όπως πιστευόταν ευρέως, τότε) αδελφούς Τσιγάντε, απότακτους από τον ελληνικό στρατό λόγω του Κινήματος του 1935. Οι Ιταλικές αρχές με τη βοήθεια ενός παλαιού συμμαθητή του Τσιγάντε ταυτοποίησαν το θύμα τους και την άλλη μέρα πήγαν στο γραφείο του Έβερτ για διευκρινίσεις, σχετικά με την πλαστή ταυτότητα. Εκείνος κατάφερε να αποσείσει τις όποιες υποψίες υπήρχαν για το πρόσωπό του και εν τέλει ενημερώθηκε πως το πτώμα έπρεπε να παραληφθεί προς ταφή από την Αστυνομία, όπως και έγινε. Ο νεκρός ενταφιάστηκε την επόμενη ημέρα στο Α’ Νεκροταφείο δίχως την παρουσία μελών της οργάνωσης, όπως συμβουλεύσει η Αστυνομία. Σχετική, οδυνηρή καταγραφή υπάρχει στο ημερολόγιο με τίτλο Φύλλα Κατοχής, της Ιωάννας Τσάτσου (πρόκειται για τη σύζυγο του Κωνσταντίνου Τσάτσου, μετέπειτα προέδρου της Δημοκρατίας και τότε καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών).

Όσον αφορά στις λίρες της οργάνωσης, μόνο 800 από τις εναπομείνασες περιήλθαν στα χέρια του Γυφτόπουλου, ο οποίος ακολούθως τις παρέδωσε στον Ε. Μανδρούλια («Αλεξανδρινό»).

Ο Τζελόζο διαφωνεί...

Αξιοσημείωτη είναι η άποψη του Ιταλού στρατιωτικού διοικητή Ελλάδας κατά τη διάρκεια της κατοχής και έως της συνθηκολόγησης της χώρας του, σχετικά με την υπόθεση Τσιγάντε. Την διατύπωσε μεταπολεμικά, σε συνέντευξη την οποία παραχώρησε εν μέσω του ελληνικού εμφυλίου (όταν δηλαδή τα γεγονότα ήταν ακόμη πρόσφατα) στο δημοσιογράφο Ελευθέριο Κοτσαρίδα (1904-1966). Ο τελευταίος, την περιέλαβε στα περιεχόμενα του βιβλίου του με τίτλο Ανταποκρίσεις, άρθρα και συνεντεύξεις, που εκδόθηκε από τον οίκο Ερμής (1972).

Ο Κάρλο Τζελόζο (1879-1957) καταθέτει: «Αι υπηρεσίες μας της πολιτικής παρακολούθησης είχαν παρατηρήσει ασυνήθη κίνησιν εις ένα σπίτι της οδού Πατησίων και υπέδειξαν εις τους καραμπινιέρους να εξακριβώσουν τι συνέβαινε εκεί μέσα... εμπείκαν στο σπίτι και άρχισαν έρευνα, χωρίς να ξέρουν απολύτως τίποτε περί Τσιγάντε. Τότε αντελήφθησαν εις ένα διαμέρισμα την μυρωδιά καιομένων χαρτιών. Αυτό εκίνησε την προσοχήν των και εστράφησαν προς το διαμέρισμα. Επηκολούθησε συμπλοκή, κατά την οποία εφονεύθη ο Τσιγάντες. Αυτή είναι η αλήθεια, τα άλλα είναι θρύλοι». Σε ερώτηση του έλληνα συντάκτη σχετικά με το «ποιος σας είχε καταδόσει το κρησφύγετο του συνταγματάρχου Τσιγάντε, διότι αυτό εξακολουθεί να είναι μυστήριον εις τας Αθήνας», ο Ιταλός στρατηγός έδωσε την εξής απάντηση: «Κανείς απολύτως. Η σύλληψις (σ.σ. προφανώς εννοεί την ανακάλυψη) του Τσιγάντε υπήρξεν εντελώς τυχαία...»

Οι απορίες του Κανελλόπουλου.

Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος γράφει σχετικά στο ημερολόγιό του: «...κρατώ στα χέρια μου μερικά νήματα. Θα κοιτάξω να τα χειρισθώ με τον καλύτερο τρόπο (6-5-1943)...Ποιος όμως τον πρόδωσε;...οι μόνοι άνθρωποι που γνώριζαν, ήσαν αυτοί που ο ίδιος είχε διαλέξει, ή που του είχαν διαλέξει οι Άγγλοι, μόνο αυτοί γνώριζαν το καταφύγιο...Επίσης, μόλις 3-4 άνθρωποι ήξεραν πως εκείνο το μοιραίο μεσημέρι ο Τσιγάντες θα πήγαινε στο διαμέρισμα (8-5-1943)...γιατί τάχα τόση αντίδραση στην Αθήνα εναντίον του; Πρέπει να αποδοθεί μόνο και μόνο στο θόρυβο που έκανε φθάνοντας, στο σούσουρο γύρω από τις οκάδες λίρες που έφερνε μαζί του, στις αναμφίβολα πολλές επιπολαιότητες που έκανε ο ίδιος και το άμεσο περιβάλλον του; Όλα αυτά δικαιολογούσαν τους δισταγμούς επαφής και συνεργασίας μαζί του, δεν αρκούν όμως, για να δικαιολογήσουν την απόλυτα επίμονη άρνηση που πρόβαλλαν πολλοί. Γιατί, εάν δεν τον απέφευγαν οι ανώτατοι αξιωματικοί που προσέγγισε τότε, ο ίδιος θα έμπαινε σε τάξη –ιεραρχικά κατώτερός τους- και θα άφηνε σε αυτούς την ευθύνη πολιτικών επαφών (9-5-1943)».

Υπενθυμίζεται στον αναγνώστη ότι η λεγόμενη «Επιτροπή των 6 συνταγματαρχών» (αντιστασιακή οργάνωση Θέρος) μέλη της οποίας –μεταξύ άλλων- ήταν οι μετέπειτα στρατηγοί Στ. Κιτριλάκης και Κ. Δόβας, δεν ανταποκρίθηκε στα κελεύσματα του Τσιγάντε. Ο Κομνηνός Πυρομάγλου, υπαρχηγός του Ε.Δ.Ε.Σ. και ο Στέφανος Σαράφης (που μετά τη δολοφονία του αρχηγού του ΜΙΔΑ614 προσχώρησε στον Ε.Λ.Α.Σ.) πίστευαν ακλόνητα πως τον Τσιγάντε τον «έδωσαν» οι Άγγλοι.

Η τύχη των ασυρματιστών του ΜΙΔΑ614.

Θορυβημένοι από την καταστροφή πολλών θαλάσσιων αποστολών τους στο Αιγαίο λόγω της δράσης της RAF και συμμαχικών υποβρυχίων που είχαν πληροφορηθεί τα ακριβή στοιχεία των διαδρομών, οι Γερμανοί αποφάσισαν να πάρουν δραστικά μέτρα.

Εδώ όμως, είναι απαραίτητη μία πιο λεπτομερής αναφορά στη συνεισφορά απλών ανθρώπων, άμαθων από συνωμοτισμό, που «έβαλαν το κεφάλι τους στο ντορβά» προκειμένου να βοηθήσουν το έργο της οργάνωσης ΜΙΔΑΣ614. Και ως εκ τούτου, να υποστούν τις μοιραίες συνέπειες. Ένας εξ’ αυτών, όπως έχουμε πει, ήταν ο ιδιοκτήτης του ακριβού εστιατορίου (ουσιαστικά ήταν μία πολυτελής ταβέρνα) Άλεξ στην οδό Μέρλιν, απέναντι ακριβώς από την Αεροναυτική Διοίκηση της Μεσογείου.

«Δεν είναι για μένα αυτά τα πράγματα κυρ-Γιάννη...»

Ο Αλέξανδρος Σκουρλέτης λοιπόν πλησιάστηκε από το Γιάννη Τσιγάντε, καθώς ο τελευταίος είχε μάθει ότι στο μαγαζί του σύχναζαν πολλοί Ιταλοί αξιωματικοί, τραβηγμένοι από τις σπάνιες και εκλεκτές λιχουδιές που σερβιρίζονταν εκεί. Φιλήσυχος άνθρωπος ο εστιάτορας, δεν γνώριζε από κατασκοπεία και αρχικά είχε μεγάλες επιφυλάξεις. Όταν όμως ο «μπάρμπας» άγγιξε τα πατριωτικά του αισθήματα, εκείνος παραμέρισε τις όποιες φοβίες και δέχτηκε να προσχωρήσει στο σχέδιο. Τα αποτελέσματα ήταν εκπληκτικά. Ο Σκουρλέτης με κίνδυνο της ζωής του αναδείχθηκε σε έναν υπερπολύτιμο συνεργάτη, αποσπώντας με έξυπνο τρόπο πάμπολλες χρήσιμες πληροφορίες από τους κατακτητές, οι οποίοι όταν μεθούσαν η γλώσσα τους «άνοιγε». Σημαντικές κατοχικές αποστολές καταστράφηκαν χάρις στη συμβολή αυτού του άριστης μνήμης ανθρώπου, ενός από τους χιλιάδες ανώνυμους ήρωες εκείνης της σκοτεινής περιόδου.

Η κατάληξη.

Ωστόσο, σύντομα συγκέντρωσε πάνω του υποψίες, τον έπιασαν και τον πήγαν σε ανάκριση, η οποία ήταν –ως συνήθως- μεσαιωνικού τύπου. Φριχτά παραμορφωμένος από τα βασανιστήρια που τον υπέβαλαν οι υπάνθρωποι της μισητής Γκεστάπο, ο άμαθος πατριώτης στάθηκε αληθινός βράχος μην αποκαλύπτοντας το παραμικρό. Σχεδόν «σάπισε» στα μπουντρούμια των Γερμανών, αλλά επέζησε και μετά την κατοχή επέστρεψε στην καθημερινότητά του, παραμένοντας έκτοτε σε ασφαλή αφάνεια όπως άλλωστε και τόσοι άλλοι...

Μεγάλες υπηρεσίες στην αποστολή του ΜΙΔΑ614 προσέφερε όμως και ο συνταγματάρχης Βέρρος («Αληθέας»). Αυτός γνώρισε στον Τσιγάντε το δικηγόρο Μάκη Καλκανδή, τον επικεφαλής μίας μυστικής ομάδας αντίστασης που εξέδιδε την εφημερίδα Μάχη με τη βοήθεια αρκετών πατριωτών Ελλήνων αστυνομικών.

Η αρχή του τέλους!

ΟΙ Γερμανοί έφεραν στην Ελλάδα εξειδικευμένο προσωπικό  μαζί με υπερσύγχρονα μηχανήματα εντοπισμού ασυρμάτων, που είχαν τη δυνατότητα να καταγράφουν σήματα ακόμη και από απόσταση 500 μέτρων. Με αυτά, «όργωναν» καθημερινά την Αθήνα. Ήταν η αρχή του τέλους... Αν προστεθεί και η προσωρινή αποπομπή του Άγγελου Έβερτ από τη θέση του σαν αστυνομικού διευθυντή Αθηνών (Απρίλιος 1943) αντιλαμβάνεται κάποιος το μέγεθος του θανάσιμου ρίσκου που έπαιρναν εκείνα τα νεαρά παιδιά. Η συχνή αλλαγή σε κρησφύγετα στην οποία κατέφυγαν [συνολικά εξέπεμψαν από πενήντα και παραπάνω διαφορετικά σημεία, οικίες και καταστήματα, αλλά και από τον αστυνομικό σταθμό της Γ’ Σεπτεμβρίου (!) την ιατροδικαστική υπηρεσία κλπ] δυστυχώς δε στάθηκε αρκετή για να αποφύγουν το μοιραίο... 

Από τους πέντε συνολικά ασυρματιστές που συνεισέφεραν στην οργάνωση του Τσιγάντε μοιραίο (και πρόωρο) τέλος είχαν οι τέσσερις, διασωθέντος –όπως έχουμε αναφέρει- μόνο του Γιάννη Μωραΐτη. Τρεις βασανίστηκαν φριχτά κι  εκτελέστηκαν δίχως να έχουν αποκαλύψει το παραμικρό. Ένας ακόμη, ο 22χρονος  Κώστας Ρούσσος έπεσε μαχόμενος. Ας δούμε τι συνέβη στον καθένα τους.

Πρώτος πιάστηκε στη Νέα Σμύρνη ο 26χρονος Αθηναίος Μάριος Δανιηλίδης. Συνελήφθη στις 17 Μαρτίου του 1943, δηλαδή δύο μήνες μετά από την προδοσία και δολοφονία του αρχηγού του.  Δικάστηκε στις 13 Μαΐου του 1943, καταδικάστηκε σε θάνατο για κατασκοπεία και εκτελέστηκε στις 19 Μαΐου.

Ο 20ετής Θεόδωρος Λιάκος από το Γρίμποβο Άρτας (πρώτος ασυρματιστής της ομάδας) κρυβόταν στην οικία των δύο αδελφών του αστυνόμου Ιωάννη Γουνελά, ύστερα από πρόταση του Λ. Παρίση, από όπου και μετέδιδε με τον πομπό του. Ήταν ένα σπίτι επί της οδού Πειραιώς 167, εκεί όπου εγκαταστάθηκε ο πρώτος ασύρματος του ΜΙΔΑ. Στις 9 π.μ. της 18ης Μαρτίου οι Γερμανοί έχοντας ειδοποιηθεί από ραδιογωνιόμετρο και σε συνεργασία με την Ιταλική Καραμπινιερία κύκλωσαν το σπίτι και εισέβαλαν μέσα, ακινητοποιώντας τους ιδιοκτήτες.

Όταν ανακάλυψαν τον ασύρματο συνέλαβαν το Λιάκο και τον υπέβαλαν σε ανήκουστα μαρτύρια (το πρόσωπό του είχε παραμορφωθεί) όμως ο νεαρός ήταν αλύγιστος. Οι τρεις άνδρες, ο Λιάκος και οι αδελφοί Γουνελά παραπέμφθηκαν σε δίκη στις Φυλακές Αβέρωφ (σήμερα Άρειος Πάγος) στις 10 Μαΐου του 1943. Ο Λιάκος καταδικάστηκε σε θάνατο, ερήμην στην ίδια ποινή ο αστυνόμος Γουνελάς και σε ισόβια κάθειρξη οι δύο αδελφοί του. Εκτελέστηκε στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής την 20η Μαΐου 1943, μία μέρα μετά από το Δανιηλίδη.

Το απόγευμα (17:30 μ.μ.) της 31ης Μαρτίου οι Γερμανοί (που είχαν εντοπίσει ότι σε μία συγκεκριμένη διεύθυνση γινόταν αποστολή σημάτων) κύκλωσαν το σπίτι της οδού Δωδεκανήσου 12 (ή 15) στη Νέα Σμύρνη, εκεί που λειτουργούσε ο τρίτος στη σειρά ασύρματος του ΜΙΔΑ614. Χειριστής του ήταν ο φοιτητής Κώστας Ρούσσος, ενώ η οικία ανήκε στην τετραμελή οικογένεια Γιαννακέα (το ζεύγος είχε δύο νεαρές κόρες, τις Μαρία και Καίτη Κανούτα από τον πρώτο γάμο της μητέρας τους). Τα κορίτσια ήταν εκείνα που πρόσεχαν πάντα την κίνηση στο δρόμο, όσες φορές ο φοιτητής-ασυρματιστής (που σημειωτέον, έπασχε από φυματίωση) πραγματοποιούσε τις μεταδόσεις του. Παρασυρθείς από νεανικό ενθουσιασμό και αψηφώντας τον κίνδυνο -καθώς αυτό του υπεδείκνυε η αγνή, πατριωτική του έξαρση- ο Ρούσσος έκανε ένα μοιραίο λάθος. Παρατείνοντας το χρόνο των μηνυμάτων του προκειμένου να μεταδώσει άπαξ και δίχως καθυστέρηση όλες τις πολύτιμες πληροφορίες που του είχε δώσει το ίδιο πρωί ο Ματθαίος Ανδρόνικος, εντοπίστηκε από ραδιογωνιόμετρο και η θέση του επισημάνθηκε.


Όταν οι Γερμανοί μπήκαν στο σπίτι η γενναιόψυχη μητέρα Ελένη Γιαννακέα (η οποία εν-συνεχεία πήρε όλη την ευθύνη για την παρουσία του εκεί) κατάφερε προς στιγμήν να καθυστερήσει την έρευνα, δίνοντάς του το χρόνο να καταστρέψει κάποια χαρτιά που είχε πάνω του. Ο Ρούσσος, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να «ξεφορτωθεί» ή να κρύψει κάπου τον ασύρματο κατευθύνθηκε ταχύτατα προς τον κήπο, όπου μέσα σε μία γλάστρα είχε τοποθετήσει το περίστροφό του. Ακολουθούμενος από τα δύο κορίτσια, ανοίγει πρώτος πυρ και τραυματίζει δύο από τους εισβολείς, που σύμφωνα με μαρτυρία που έδωσαν, αργότερα, οι κοπέλες, φορούσαν πολιτικά. Εν συνεχεία όμως, πέφτει νεκρός μπροστά στα μάτια τους.


Ολόκληρη η οικογένεια συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην έδρα της Γκεστάπο του Πειραιά, όπου ανακρίθηκαν και βασανίστηκαν άγρια. Η Γιαννακέα, ωστόσο, με την επιμονή της να βεβαιώνει πως μόνο η ίδια γνώριζε τη δράση του νοικάρη της, κατάφερε να γλυτώσει τους υπολοίπους από τη θανατική καταδίκη. Το Μάιο του 1943 παραπέμφθηκαν όλοι τους να δικαστούν από το Γερμανικό στρατοδικείο που λειτουργούσε στο ιστορικό κτίριο του Παρνασσού, επί της Πλατείας Καρύτση. Η Γιαννακέα καταδικάστηκε σε θάνατο, μία εκτέλεση που ορίστηκε να γίνει «δια πελέκεως» [όπως ακριβώς και η Ιουλία Μπίμπα της ομάδας του Κ. Περρίκου τον προηγούμενο Σεπτέμβριο, για την ανατίναξη των γραφείων της Ε.Σ.Π.Ο κοντά στην Ομόνοια)]. Θα έπρεπε, λοιπόν, αφού στην Ελλάδα δεν υπήρχε... γκιλοτίνα (!!!) η εκτέλεση να πραγματοποιηθεί στη Γερμανία ή την Αυστρία. Στο χρόνο που μεσολάβησε έως τη μεταγωγή της μελλοθάνατης, οι φίλοι της -με τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού και του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού- βρήκαν την ευκαιρία να πιέσουν για μετατροπή της ποινής, όπως και τελικά έγινε. Η ηρωική γυναίκα θα εξέτιε 15ετή ειρκτή και μαζί με το σύζυγό της στάλθηκαν λίγο αργότερα -ως όμηροι- στο στρατόπεδο Νταχάου της Γερμανίας. Η Γιαννακέα κατάφερε να επιστρέψει στην Ελλάδα έναν χρόνο μετά την Απελευθέρωση, το Σεπτέμβριο του 1945. Τα δύο τολμηρά κορίτσια της είχαν καταδικαστεί σε 4ετή ειρκτή και σε 5ετή ο πατριός τους.

Το επόμενο πρωί από τη δολοφονία του Ρούσσου (1η Απριλίου του ‘43) ο ανύποπτος (καθώς ουδείς πρόλαβε να τον ενημερώσει) Ματθαίος Ανδρόνικος μετέβη στην οικία Γιαννακέα προκειμένου να αναλάβει τον ασύρματο. Όμως έτσι έπεσε κι αυτός στα χέρια των Γερμανών, που τον περίμεναν κρυμμένοι μέσα στο σπίτι. Όπως ήταν αναμενόμενο λόγω της ανήκουστης «ανακριτικής» μεθοδολογίας που εφάρμοζαν οι κατακτητές, βασανίστηκε κι εκείνος απάνθρωπα επί 40 ημέρες, αλλά κράτησε το στόμα του κλειστό.

Η δίκη και το υπερήφανο τέλος.

Την Παρασκευή 13 Μαΐου 1943 άρχισε η δίκη των τριών ηρώων (Δανιηλίδης, Ανδρόνικος, Μπούρας) στον Παρνασσό. Φτάνοντας το καμιόνι που τους προσήγαγε στο γερμανικό στρατοδικείο, αρκετός κόσμος είχε ήδη συγκεντρωθεί μπροστά από το νεοκλασικό κτίριο της Πλατείας Καρύτση, απέναντι από τον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου Καρύκη. Στο σεπτό εκείνο τέμενος, όπου προπολεμικά λάμβαναν χώρα πνευματικές και φιλολογικές εκδηλώσεις, οι Γερμανοί είχαν εγκαταστήσει ένα δικαστήριο για να προσάγουν Έλληνες πατριώτες, βεβηλώνοντας έτσι, με βάρβαρο τρόπο το χώρο του. Ταλαιπωρημένοι οικτρά και με σημαδεμένο το σώμα τους από τα απίστευτα βασανιστήρια, αλλά με ψηλά το κεφάλι και υπερήφανη στάση, οι ασυρματιστές του ΜΙΔΑΣ614 διατράνωσαν με απαράμιλλο σθένος την απόφασή τους να πεθάνουν για τα ιδανικά της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας.


Η απόφαση, εμφανώς προειλημμένη, ήταν –παμψηφεί- εις θάνατον, για κατασκοπεία σε βάρος των κατοχικών αρχών. Την ανακοίνωσε ψυχρά, ο πρόεδρος του έκτακτου στρατοδικείου συνταγματάρχης Ράντκε, μετά από συνοπτική διαδικασία. Οι τέσσερις μελλοθάνατοι (ο Λιάκος είχε καταδικαστεί τρεις ημέρες πριν) κλείστηκαν –προσωρινά- σε ξεχωριστά κελιά στις φυλακές Αβέρωφ. Πρώτοι εκτελέστηκαν ο Μπούρας κι ο Δανιηλίδης, στις 19 Ιουνίου του ’43. Την επομένη, οδηγήθηκαν στο σκοπευτήριο της Καισαριανής και οι δύο σύντροφοί τους Λιάκος και Ανδρόνικος, οι οποίοι ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο πέρασαν στην Αθανασία.

Θα πρέπει να μη λησμονείται πως έλληνας ήταν εκείνος που κατέδωσε τον Κωνσταντίνο Μπούρα. Πρόκειται για έναν έμισθο συνεργάτη της γερμανικής μυστικής στρατιωτικής αστυνομίας -Geheime Feldpolizei (G.F.P.)- που στεγαζόταν στη συμβολή των οδών Πατησίων 32 & Καποδιστρίου και μέλος της φιλοναζιστικής οργάνωσης Ο.Ε.Δ.Ε., τον Κωνσταντίνο Βασσατή. Αυτός, με τη συνδρομή δύο ακόμη προδοτών (όπως αναφέρει ο Κώτσης), του Θωμά Αποστολίδη και του ναυτικού από την Καλαμάτα Ηλία Καρατζά εντόπισαν τον ατρόμητο δικηγόρο και συντονιστή της ομάδας των ασυρματιστών.

Μεταπολεμικά ο Βασσατής καταδικάστηκε σε ισόβια, από το δικαστήριο των δοσίλογων.

Ο ήρως Κώστας Μπούρας, πρώην αστυνομικός από το Μελιγαλά της Μεσσηνίας και σύνδεσμος –μετά τη δολοφονία Τσιγάντε- του Δημήτρη Ψαρρού, πιάστηκε από τους γερμανούς μετά από προδοσία, όπως γράψαμε, έξω από το Θέατρο Σαμαρτζή επί της οδού Καρόλου, στις 29 Απριλίου του ’43. Βασανίστηκε απάνθρωπα επί 50 ημέρες χωρίς να λυγίσει και εκτελέστηκε -καταδικασθείς δις εις θάνατον- δίχως να δεχτεί να του δέσουν τα μάτια!

Μετά τον Τσιγάντε...

Η οργάνωση ΜΙΔΑΣ614 δέχτηκε καίριο πλήγμα από τη δολοφονία του αρχηγού της και την πλήρη εξάρθρωση των ασυρματιστών της, που ακολούθησε σύντομα. Σύμφωνα με μαρτυρία της Καίτης Παρίση, ο σωματοφύλακας του Τσιγάντε Αφεντάριος Μαρασλής – Μαράκης, παρουσία των μελών της οργάνωσης Μ. Γιαννακόπουλου και Δ. Γυφτόπουλου, διέταξε τη σύλληψη και αποστολή υπό δεσμών στο Κάιρο, μίας γυναίκας με την οποία συνδεόταν ερωτικά ο Βασίλης Ζακυνθινός, σαν ύποπτης για την κατάδοση του «Μπάρμπα».

Ήταν εκείνη, η οποία την ημέρα της μοιραίας συμπλοκής  (Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 1943) και μη γνωρίζοντας ότι στη γκαρσονιέρα της Πατησίων 86 βρισκόταν εκτάκτως ο Τσιγάντες, διαπληκτίστηκε έντονα στο πεζοδρόμιο με τον εραστή της, που δεν δεχόταν να εισέλθουν μαζί στο κρησφύγετο. Ο Ζακυνθινός της εξηγούσε πως μέσα δεν υπήρχε άλλη γυναίκα, όπως η ερωμένη του υποπτευόταν, αλλά αυτή ήταν ανένδοτη. Πιθανώς τότε ο Μήκης να την χαστούκισε (!) όταν έξαλλη τον απείλησε ότι θα κατέδιδε την κρυψώνα τους, έτσι ώστε «...να φανεί ποιος λέει ψέμματα!». Ουδέποτε μαθεύτηκε κάτι παραπάνω για αυτή τη σκηνή εν μέσω οδού (!) που ελέγχεται μάλιστα για το αν πραγματικά συνέβη.

Ήταν λόγοι ερωτικής αντιζηλίας που έθεσαν άδοξο τέλος στην οργάνωση, ή μήπως ευθύνεται κάποια «κοκκότα» της Αθήνας, όταν δεν έλαβε το δώρο που περίμενε, για τις... «υπηρεσίες» της;  Η φήμη πως η συγκεκριμένη κυρία ζητούσε ως αντάλλαγμα για τη σιωπή της από τον ίδιο τον Τσιγάντε, μία... γούνα, κλίνει προς τη δεύτερη άποψη.

Ποιος άραγε μπορεί, αληθινά να γνωρίζει τι συνέβη;

 Γεώργιος Καράγιωργας (Αθήνα, 1919 – 9 Οκτωβρίου 2011)

Ο δημοσιογράφος και λογοτέχνης Γεώργιος Καράγιωργας είχε σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες στην Πάντειο. Η δημοσιογραφική του σταδιοδρομία άρχισε σε ηλικία 19 ετών, ως αρθρογράφος στην εφημερίδα Ελληνικόν Μέλλον (1938). Στη διάρκεια της Κατοχής (1941-1944)  πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση κατά των γερμανοϊταλών, ως συντάκτης, μεταξύ άλλων, της παράνομης εφημερίδας Δημοκρατική Σημαία, επισήμου οργάνου του Ε.Δ.Ε.Σ.

Υπήρξε, μεταπολεμικά, ανταποκριτής στα διάφορα μέτωπα του ελληνικού εμφυλίου (1946-1949), στον πόλεμο της Κορέας (1951), στον πόλεμο των έξι ημερών (1967) και σε επαναστατικά κινήματα των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Ήταν επίσημος ανταποκριτής της Πολεμικής Αεροπορίας με συνολικά 165 ώρες πτήσης κατά τη διάρκεια πολεμικών περιόδων.

Εργάστηκε στις εφημερίδες Έθνος, Ακρόπολις, Το Βήμα, Τα Νέα, Η Βραδυνή, ενώ συνεργάστηκε και με την Καθημερινή. Επανειλημμένως βραβευθείς για την προσφορά του στον ελληνικό Τύπο, τιμήθηκε επίσης με το α’ βραβείο μυθιστορήματος της Ακαδημίας Αθηνών, όπως και με το β΄κρατικό βραβείο διηγήματος. Χρημάτισε διευθυντής του περιοδικού Ναυτική Ελλάς, διευθυντής σύνταξης στον ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό Αντ-1 καθώς και δάσκαλος πολεμικής τέχνης (Τζούντο).

Πηγές – παραπομπές.

https://lki.gr/Files/History_Midas_614.pdf

https://www.katiousa.gr/istoria/prosopa-istoria/panagiota-stathopoulou-mia-iroida-tis-antistasis/ (Παναγιώτα Σταθοπούλου)

https://kallimasia.blogspot.com/p/blog-page_4.html (Κώστας Περρίκος)

https://www.alfavita.gr/ekpaideysi/110581_gynaikes-agonistries-tis-ethnikis-antistasis-tis-annas-rodi (γυναίκες-ηρωΐδες της Εθνικής μας Αντίστασης)

https://anolehonia.blogspot.com/2012/10/blog-post_27.html (Οι τρεις ηρωΐδες που κρέμασαν οι Γερμανοί στο Πήλιο)

https://ardin-rixi.gr/archives/14568 (Το χρυσάφι του ΜΙΔΑ614)

https://greek_greek.en-academic.com/221360/%CE%9A%CE%BF%CF%84%CF%83%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B4%CE%B1%CF%82%2C_%CE%95%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%AD%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82

https://www.mixanitouxronou.gr/o-italos-diikitis-tis-katochikis-athinas-ekane-sexoualika-orgia-ke-mavri-agora-karlo-tzelozo-i-ntropi-tou-italikou-stratou-pou-ekleve-kimilia-ke-erga-technis-apo-athinaikes-ikogenies/

https://www.lifo.gr/culture/arxaiologia/1940-i-peina

https://www.lifo.gr/culture/arxaiologia/i-athina-sta-hronia-tis-katohis-mia-tetraetia-protofanon-kakoyhion-alla-kai#commentsection

https://www.searchculture.gr/aggregator/edm/KEINE/000133-28523 (Οργάνωση Θέρος)

https://bibliography.gr/books/to-swma-twn-aksiwmatikwn-kai-h-thesh-tou-sth-sygxronh-ellhnikh-koinwnia-18211975 (συγγραφέας: Τριαντάφυλλος Α. Γεροζήσης)

https://www.ascsa.edu.gr/index.php/archives/konstantinos-bouras-papers (Αρχείο Κ. Μπούρα).

https://www.taneatismikrospilias24.com/alpharhochiiotakappaeta-sigmaepsilonlambdaiotadeltaalpha/-614

https://www.efsyn.gr/nisides/167112_taxidi-ston-hrono-me-toys-dosilogoys-atimoritoys

https://ethniki-antistasi-dse.gr/dosilogoi-filonazistes-organoseis.html

https://www.e-prologos.gr/%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%87%CE%AE-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82-%CF%86%CE%B9%CE%BB%CE%BF%CE%BD%CE%B1%CE%B6%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δολοφονία του Γιάννη Τσιγάντε.

  Στις 29 Νοεμβρίου 1954 , δηλαδή κάτι λιγότερο από  δώδεκα  χρόνια απ’ τη δολοφονία του ήρωα ταγματάρχη Γιάννη Τσιγάντε , ο έγκριτος δημοσι...