Το έγκλημα της ελληνικής χούντας και ο ρόλος των ισχυρών.
(Γράφει ο Νίκος Δ. – Θ. Νικολαΐδης)
Κάθε Ιούλιο η σκέψη μας γυρνάει σε εκείνο το τραγικό καλοκαίρι που στέρησε από μία σημαντική μερίδα του Κυπριακού λαού το απαράβατο δικαίωμά της να ζει ελεύθερη στη γη των προγόνων της. Τα ολέθρια γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στην Κύπρο τότε, είχαν ως «ντε φάκτο» αποτέλεσμα το διχασμό της εδαφικής της επικράτειας και την έκτοτε αναγκαστική προσφυγιά εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων της που ουδέποτε επέστρεψαν στις εστίες τους. Πλήγμα στον πολιτικό ευρωπαϊκό πολιτισμό, το πρόβλημα στη μαρτυρική μεγαλόνησο που δεσπόζει εδώ και αιώνες -με το νευραλγικό της ρόλο- στην νοτιοανατολική Μεσόγειο, συνιστά μία ανοικτή πληγή για τον ελληνισμό. Συμπληρώνεται μάλιστα φέτος μισός ακριβώς αιώνας από το προδοτικό πραξικόπημα της χούντας των Αθηνώνκαι τη βάρβαρη τουρκική εισβολή που ακολούθησε και που επέβαλλε έκτοτε μία αμετάκλητη, μέχρι τις μέρες μας στρατιωτική κατοχή των πλέον εύφορων περιοχών του νησιού.
![]() |
Εφημερίδα Μακεδονία (20.7.1976) |
Φαντάζει καθαρή υποκρισία το ότι οι τότε μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις
αλλά και οι Η.Π.Α. καταδίκασαν την τουρκική επέμβαση, ωστόσο δεν
κατάφεραν να υποχρεώσουν ποτέ την Τουρκική κυβέρνηση να αποσύρει τις δυνάμεις της,
υπακούοντας στα δεκάδες ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού
Ηνωμένων Εθνών. Ως εκ τούτου, τα ερωτηματικά που εγείρονται σχετικά με το ρόλο
των ισχυρών του κόσμου στο κυπριακό πρόβλημα, είναι εύλογα και αναμενόμενα.
Επιπλέον δε, η μη πλήρης διαλεύκανση των συνθηκών κάτω από τις οποίες
εξελίχθηκε η κρίση του 1974, όπως και το «πάγωμα» του ανοίγματος του «φακέλου τηςΚύπρου» προκαλούν έναν επιπρόσθετο προβληματισμό. Ούτε βεβαίως η διεθνής διπλωματία,
παρά τις προσπάθειές της όλα αυτά τα χρόνια, πέτυχε να δώσει μία λύση στο
ακανθώδες θέμα, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση δέχθηκε στις αγκάλες της -και δίχως την
παραμικρή μομφή- την Κυπριακή Δημοκρατία, τη στιγμή που το 40% των εδαφών της εξακολουθεί
να κατέχεται από ξένα στρατεύματα!
Η σειρά των γεγονότων.
Το καλοκαίρι του
1974 η Ελλάδα (ουσιαστικά και για λίγες ημέρες) ενεπλάκη σε πόλεμο με την
Τουρκία στην Κύπρο, ως αποτέλεσμα της τεράστιας κρίσης που προκάλεσε το
πραξικόπημα της στρατιωτικής χούντας των Αθηνών σε βάρος του νόμιμα εκλεγμένου
Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ (13 Αυγούστου 1913
– 3 Αυγούστου 1977). Οι απαράδεκτες υπερβασίες επίορκων αξιωματικών του
δικτατορικού καθεστώτος, που ακολούθησαν της ελληνικής παρέμβασης χάρισαν στην
Τουρκία το πρόσχημα που αναζητούσε από χρόνια, ώστε να εισβάλλει στο νησί,
παρουσιάζοντας την ενέργειά της ως «ειρηνευτική παρέμβαση» και να αποκτήσει έτσι
τον έλεγχο των πλέον εύφορων περιοχών του.
Μία ταραγμένη δεκαετία!
Είναι γνωστό ότι από το 1964, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν επεξεργασθεί σχέδιο «επίλυσης» του προβλήματος της Κύπρου («Ένωση» έναντι εδαφικών ανταλλαγμάτων), με σκοπό να τεθεί τέρμα στις συνεχείς διενέξεις μεταξύ της ελληνοκυπριακής πλευράς και της τουρκικής μειονότητας που είχε περιορισθεί σε «θυλάκους» ασφαλείας. Οι ρίζες αυτής της διένεξης καλλιεργήθηκαν από τις βρετανικές αποικιοκρατικές αρχές, οι οποίες κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα (1955-1959) όταν το άνθος της Κυπριακής νεολαίας έχυσε το αίμα του, έπαιξαν άριστα το παιχνίδι «διαίρει και βασίλευε», διχάζοντας και φέρνοντας συχνά σε σύγκρουση τις δύο κοινότητες, οι οποίες στην πραγματικότητα είχαν ελάχιστα πράγματα να τις χωρίζουν. Υπενθυμίζουμε εξάλλου την σύμφωνη γνώμη και αρκετών χιλιάδων Τουρκοκυπρίων στο αίτημα της Ένωσης με την Ελλάδα, το οποίο προβλήθηκε έντονα στα 1950, έπειτα από το άτυπο Δημοψήφισμα που οργάνωσε η Κυπριακή Αρχιεπισκοπή.
Ο Μακάριος επιχείρησε το 1963 να ανασκευάσει
τις συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου (1959) που είχαν καταλήξει στην ίδρυση της
ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Κύπρου (1960) τερματίζοντας τη μακρά περίοδο (από
τα τέλη του προηγούμενη αιώνα) βρετανικής κατοχής. Δήλωσε πως είχε «συρθεί»
στην υπογραφή των συνθηκών με όρους δυσμενείς για τα κυπριακά συμφέροντα. Επικαλούμενος
την αδυναμία του να κυβερνήσει (λόγω του αυξημένου δικαιώματος αρνησικυρίας που
επέτρεπαν οι ισχύουσες Συνταγματικές διατάξεις) θέλησε να τις τροποποιήσει (πρότασητων «13 σημείων») ώστε η λειτουργία του πολιτεύματος να καταστεί εφικτή. Ωστόσο
η τουρκοκυπριακή πλευρά κατήγγειλε ως απαράδεκτες τις προτεινόμενες μεταβολές,
που –σύμφωνα με την άποψή της- στόχο είχαν να περιορίσουν ασφυκτικά τα δικαιώματα
της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Σχέδια επί σχεδίων…
Αποτελεί
αναμφισβήτητο γεγονός, πως το «θερμό» -από κάθε άποψη- καλοκαίρι του 1964
Ελλάδα και Τουρκία έφθασαν στα πρόθυρα σύγκρουσης, ενώ μια τουρκική απόβαση
αποφεύχθηκε μόνο έπειτα από την προσωπική παρέμβαση του Προέδρου των Η.Π.Α.
Λίντον Τζόνσον (1908-1973). Το διαβόητο «Σχέδιο Άτσεσον», που τότε προτάθηκε
από τους Αμερικανούς, αποτελούσε μια πολύ βελτιωμένη παραλλαγή του πολύ μεταγενέστερου
«Σχεδίου Ανάν», το οποίο απορρίφθηκε με συντριπτική πλειοψηφία από τον Κυπριακό
λαό. Ωστόσο ούτε η τότε ελληνική κυβέρνηση υπό το Γεώργιο Παπανδρέου
(1888-1968), ούτε πολύ περισσότερο ο Μακάριος (προσδεδεμένος στο άρμα της κίνησης
των «Αδεσμεύτων» και με φιλοδοξίες να αναδειχθεί σε προσωπικότητα της
Νοτιοανατολικής Ευρώπης) ήταν διατεθειμένοι να το αποδεχτούν. Στο πλαίσιο
μάλιστα του «κοινού αμυντικού δόγματος», ο Παπανδρέου απέστειλε στο νησί και
υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας μια ολόκληρη μεραρχία, προκειμένου να ενισχύσει
την στρατιωτική ισχύ των Κυπρίων, έναντι της γειτονικής απειλής.
Η χούντα «σπάει τα μούτρα της»!
Γνωστά και τα όσα
ακολούθησαν. Το δικτατορικό καθεστώς της «21ης Απριλίου» 1967 αφού
πρώτα «έσπασε» μεγαλοπρεπώς τα μούτρα του στην προσπάθεια να προσεγγίσει
διπλωματικά τη γείτονα (συνομιλίες Έβρου), στη συνέχεια άρχισε να απεργάζεται
προδοτικό σχέδιο ανατροπής του Μακαρίου (ή ακόμη και φυσικής του εξόντωσης), ο
οποίος χαρακτηριζόταν από τους χουντικούς σαν το μοναδικό εμπόδιο για την
«Ένωση». Φαίνεται όμως πως «διπλή ένωση» ονειρεύονταν και άλλες πλευρές (Η.Π.Α.
– Τουρκία). Η πρώτη για να απαλλαγεί οριστικά από τον… «Κάστρο της Μεσογείου» (όπως
αποκαλούσαν το Μακάριο) αλλά και από μία μόνιμη αιτία διαμάχης μεταξύ δύο μελών
του ΝΑΤΟ. Η άλλη (Τουρκία) για να πραγματοποιήσει έναν πόθο δεκαετιών. Παρά τα
όσα του καταμαρτυρούν διάφοροι, ο Μακάριος από την πλευρά του διείδε την αρχικά
κεκαλυμμένη αλλά σφοδρή επιθυμία των Αθηνών να τον «βγάλουν από τη μέση» και αντέδρασε,
ζητώντας την ανάκληση όλων των Ελλήνων αξιωματικών που υπηρετούσαν (ΕΛ.ΔΥ.Κ.) και
είχαν διαβρώσει εκ των έσω την Κυπριακή Εθνική Φρουρά. Εκτός των συνεχών
συνωμοσιών σε βάρος του Μακάριου, η ελληνική χούντα ευθύνεται και για την
απόσυρση από την Κύπρο της ελληνικής μεραρχίας (1968) που είχε στείλει μυστικά
ο Γ. Παπανδρέου, μίας δηλαδή παραχώρησης-δώρου προς την Τουρκία.
Μεταξύ σφύρας και άκμονος…
Αυτό το ιδιότυπο
«κρυφτούλι» μεταξύ των δύο πλευρών συνεχίσθηκε, καθώς ο φανατικά εθνικόφρων στρατηγός
Γεώργιος Γρίβας (1897-1974) είχε φθάσει στην Κύπρο με στόχο να επαναφέρει σε
δράση την παλαιά οργάνωσή του (σαν «Ε.Ο.Κ.Α- Β’»). Αυτή τη φορά όμως όχι
συμπράττοντας με τον αρχιεπίσκοπο στον απελευθερωτικό αγώνα, αλλά συμβάλλοντας
στη βίαιη ανατροπή του! Ο Μακάριος προσπαθούσε να κρατήσει κάποιες ευαίσθητες
ισορροπίες, καθώς οι δικτάτορες σχεδίαζαν την μία απόπειρα εναντίον του μετά
την άλλη (το 1970 σώθηκε εκ θαύματος).
Το πραξικόπημα επικρατεί.
Τελικά, το πρωί
της 15ης Ιουλίου του 1974 ξέσπασε -και επιβλήθηκε δια των όπλων- το αναμενόμενο
εγκληματικό πραξικόπημα. Ενορχηστρωτής του ήταν ο πρώην διοικητής της Ε.Σ.Α. ταξίαρχος
Δημήτριος Ιωαννίδης (1923-2010), ο νέος «σκιώδης» δικτάτορας που είχε αναλάβει
τα ηνία της χούντας μετά την ανατροπή και τον κατ’ οίκο περιορισμό του Γεώργιου
Παπαδόπουλου (1919-1999) που είχε πραγματοποιηθεί μια βδομάδα μετά την αιματηρή
καταστολή της φοιτητικής εξέγερσης του Πολυτεχνείου (17 Νοεμβρίου 1973). «Πρόεδρος»
της «Ελληνικής Δημοκρατίας της Κύπρου» (όπως ονομάστηκε η νέα κατάσταση)
ορκίστηκε ο παλαιός αγωνιστής της Ε.Ο.Κ.Α. και δημοσιογράφος Νικόλαος Σαμψών
(1935-2001), εν μέσω πανηγυρισμών της Αθήνας.
Την αρχική
ευφορία, ωστόσο, διαδέχθηκε αμηχανία, αφού ο Μακάριος είχε καταφέρει να
επιζήσει και από το Λονδίνο όπου κατέφυγε κατάγγειλε στη διεθνή κοινότητα τα
γεγονότα. Ακόμη, η Τουρκία εκμεταλλευόμενη την επιμελή «σιγή» της τρίτης
εγγυήτριας δύναμης (Μεγάλη Βρετανία) εισέβαλε στις 20 Ιουλίου από θαλάσσης και
αέρος δημιουργώντας προγεφύρωμα στην
Κυρήνεια, τη στιγμή που η χούντα επιχειρούσε σπασμωδική αντίδραση με μια
εντελώς ανοργάνωτη επιστράτευση.
Το μεγάλο πάθημα!
Ο άφρων όπως αποδείχτηκε
Ιωαννίδης, έγκλειστος από το 1975 μέχρι και το θάνατό του στις φυλακές
Κορυδαλλού για έσχατη προδοσία, είχε λακωνικά αποκαλύψει ότι ξεγελάστηκε από
τους Αμερικανούς, χωρίς όμως να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις. Περιορίσθηκε βέβαια
να σχολιάσει εκ των υστέρων, προκαλώντας θυμηδία, πως αν μιλούσε, «όλη η Ελλάδα
-και δικαίως- θα προσχωρούσε στο Κομμουνιστικό Κόμμα» (!)
«Ομερτά»…
Η μη παραδοχή της
ένοπλης σύρραξης μεταξύ των δύο χωρών, αλλά και η άρνηση του Ελληνικού κράτους
να αναγνωρίσει σε τραυματίες αξιωματικούς και οπλίτες το δικαίωμά τους για
αναπηρικές συντάξεις, ένα και μόνο σκοπό εξυπηρετεί: Να μην καταγραφεί επισήμως
μια σύγκρουση μεταξύ δυο χωρών-μελών της Βορειοατλαντικής συμμαχίας (ΝΑΤΟ). Ας μην ξεχνάμε ότι στην Κύπρο σκοτώθηκαν (πέρα
από τους δεκάδες αγνοούμενους) τουλάχιστον εκατό Έλληνες αξιωματικοί και
στρατιώτες. Έτσι, η Ελλάδα υποβάθμισε έκτοτε το θέμα, περιοριζόμενη σε
διαμαρτυρίες και διαβήματα στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, του οποίου τα δεκάδες
ψηφίσματα καταδίκης της τουρκικής εισβολής παραμένουν «κενά χαρτιά», δίχως την
οποιαδήποτε πρακτική ισχύ.
Φήμες δίχως αποδείξεις…
Έχει εκφρασθεί η
άποψη πως η τουρκική εισβολή (που ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις, τις επιχειρήσεις «Αττίλας»
Ι και ΙΙ) αποτελούσε προσεκτικά μελετημένη επιχείρηση ενός γενικότερου σχεδίου
που εκπονήθηκε με υπερατλαντική καθοδήγηση και αποσκοπούσε στην οριστική λύση
του Κυπριακού προβλήματος, μέσω της λεγόμενης «Διπλής Ένωσης». Εικάζεται ότι ο
Έλληνας δικτάτορας αφέθηκε αφελώς να πιστέψει σε ανεπίσημες δεσμεύσεις για μία…
light αποβίβαση (όχι
απόβαση) ελαχίστων τουρκικών δυνάμεων στη βόρεια Κυπριακή ακτή. Σύμφωνα με αυτό
το (ούτως ή άλλως αναπόδεικτο και ως εκ τούτου ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο) σενάριο,
η ανατροπή της συνταγματικής τάξης στη νήσο θα ήταν η αφορμή για την Τουρκική
επέμβαση, ενώ αυτή η ίδια (περιορισμένη όπως πίστευε) εισβολή θα αποτελούσε το
πρόσχημα για μία επακόλουθη Ελληνική επέμβαση. Με νεκρό ή εξουδετερωμένο το
Μακάριο θα ήταν εύκολο, στη συνέχεια, οι δύο πλευρές να … τα βρουν μεταξύ τους και
να γίνει πραγματικότητα η διαβόητη «διπλή ένωση»: Ένα περιορισμένο βόρειο τμήμα
(χωρίς καν τον τουρκικό τομέα της Λευκωσίας) θα ενσωματωνόταν στην Τουρκία, ενώ
το υπόλοιπο και συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι θα ενωνόταν με την Ελλάδα.
Επίμετρο.
Όπως και να έχουν
τα πράγματα, το καλοκαίρι του 1974 στην Κύπρο έλαβε χώρα ένας «βρώμικος»
πόλεμος, για τη διεξαγωγή του οποίου βαρύτατη ευθύνη φέρουν και τα δύο μέρη που
τον προκάλεσαν. Τόσο η «χούντα» της Αθήνας με την ανήκουστη απερισκεψία της,
όσο και η Τουρκία που άρπαξε την ευκαιρία να προχωρήσει σε μια βάρβαρη
στρατιωτική ενέργεια, ξεσπώντας (κύρια) εις βάρος του άμαχου κυπριακού
πληθυσμού. Το «Κυπριακό» εξακολουθεί να παραμένει ένα «αγκάθι», που καρφωμένο
βαθιά στα πλευρά της σύγχρονης Ευρωπαϊκής ιστορίας, υπενθυμίζει σε όλους πόσο
ολέθριες μπορεί να είναι οι συνέπειες μιας πολιτικής που αντιβαίνει στους
διεθνείς κανόνες δικαίου και επιβάλλει στους λαούς δια των όπλων, το πρωτόγονο «δίκαιο
του ισχυροτέρου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου