Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

Ένοπλες επεμβάσεις «συμμάχων» στην Ελλάδα.

(Του Νίκου Δ. – Θ. Νικολαΐδη)

Ο Δεκέμβριος είναι ένας μήνας διαχρονικά ταυτισμένος με μία σειρά από δραματικά γεγονότα που «σημάδεψαν» αποφασιστικά την ιστορία της νεώτερης Ελλάδας.  Από τον «ματωμένο» Δεκέμβρη του 1944 στην πρωτεύουσα (που θεωρείται σαν το προανάκρουσμα του εμφυλίου πολέμου 1946-1949) έως τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια το Δεκέμβριο του 2008 (που πυροδότησε ανεξέλεγκτες αντιδράσεις για πολλές ημέρες, απειλώντας μέχρι και… ανατροπή του κοινωνικού καθεστώτος) η σκέψη όλων μας αυτές τις ημέρες αναζητεί τις αιτίες οι οποίες προκαλούν τέτοιας έκτασης συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις. Η χώρα μας είναι μικρή, με εμφανή την υστέρηση σε σχέση με τις ισχυρές (οικονομικά και πολιτικά) χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όμως στον αντίποδα διαθέτει μία γεωγραφική θέση που την καθιστά αρκετά σημαντική για την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Στη φωτογραφία: Μαχητές του ΕΛΑΣ ταμπουρωμένοι σε δρόμο της Αθήνας το Δεκέμβριο του 1944. Φορούν γερμανικές χλαίνες και κράνη (φωτογραφία: Dmitri Kessel)

Από την ανεξαρτησία στην εξάρτηση.

Η Ελλάδα κατέκτησε την κρατική της υπόσταση την τρίτη δεκαετία  του 19ου αιώνα, όταν ένας πολυαίμακτος ένοπλος αγώνας που έδωσε απέναντι στην πανίσχυρη Οθωμανική Αυτοκρατορία (1821 – 1829) οδήγησε, ύστερα από άπειρες ανθρώπινες θυσίες και με το σύνολο της επικράτειάς της ρημαγμένο, στη δημιουργία του πρώτου στα χρονικά ανεξάρτητου ελληνικού κρατιδίου (1830).  Πολλά έχουν γραφτεί για την οκτάχρονη πολεμική περιπέτεια ενός απελπισμένου λαού που έδωσε μία μάχη μέχρις εσχάτων κόντρα στις αρνητικές διεθνείς συγκυρίες εκείνου του καιρού, αλλά και σε έναν πολυπληθή, καλά εκπαιδευμένο στρατό μίας από τις υπερδυνάμεις της εποχής. Το τίμημα για την ελευθερία υπήρξε βαρύ. Πέραν των εκατοντάδων χιλιάδων νεκρών, χώρια από τον εξανδραποδισμό του πληθυσμού της υπαίθρου και των νήσων, του οποίου μεγάλο μέρος πουλήθηκε στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής και της Αφρικής, περισσότερο και από τον αφανισμό των πιο ενεργών και ζωτικών για την ανάπτυξη ηλικιών, στη χώρα εγκαταστάθηκε μία νοοτροπία υποτέλειας, που δεν ταίριαζε με το πνεύμα και τις παραδόσεις των ένδοξων προγόνων της. Το ελληνικό βασίλειο με πρώτο μονάρχη το Βαυαρό Όθωνα, ήταν από την αρχή υποχρεωμένο να προσβλέπει στην ξένη βοήθεια, χάρις στην οποία, εξάλλου, κατέστη δυνατό να επιβιώσει ενός πολέμου που από το ξεκίνημά του έδειχνε απίθανο να κερδηθεί! Τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, όμως, σε συνδυασμό με τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς  επέτρεψαν τελικά, η Ελλάδα να «γεννηθεί» και αυτοδίκαια να προστεθεί ως κρατική οντότητα στον ευρωπαϊκό χώρο. Ασφαλώς και τίποτα από όλα αυτά δεν θα γινόταν πραγματικότητα αν οι επαναστατημένοι Έλληνες δεν αποφάσιζαν -στην πλειοψηφία τους- πως η επίτευξη αυτού του στόχου θα έπρεπε να τεθεί υπεράνω οποιουδήποτε άλλου προσωπικού κινήτρου, φιλοδοξίας ή αγαθού, ακόμα και της ίδιας τους της ζωής. Καθώς τα γεγονότα εξελίσσονταν, μία εμφύλια διαμάχη (1824 – 1825) που σταδιακά αμαύρωσε την τιτάνια προσπάθειά τους, θα έπαιζε επίσης έναν κομβικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις. Και αφού ο πρώτος Έλληνας κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας συγκέντρωσε πάνω του τα πυρά αντίθετων κύκλων που πέτυχαν στο τέλος τη φυσική του εξόντωση, θεμελιώθηκε μία πεποίθηση που έμελλε να καθορίσει τις εξελίξεις. Οι Έλληνες επαναστάτες, που προηγουμένως είχαν ψηφίσει μερικά από τα πιο φιλελεύθερα Συντάγματα στην ευρωπαϊκή ιστορία, θα στρέφονταν στην εξωτερική βοήθεια, για να παραμερίσουν τις εγγενείς διαφορές τους. Ένα μικρό κρατίδιο που περιελάμβανε μόλις την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, την Εύβοια και τις Κυκλάδες και με ουσιαστικά ανύπαρκτη δυνατότητα να σταθεί με αυτάρκεια στα πόδια του, ήταν υποχρεωμένο να επιζητεί διαρκώς τη βοήθεια των τριών κρατών που είχαν επιβάλει με τα κανόνια τους στην «Υψηλή Πύλη» την απόφασή τους και είχαν εγγυηθεί για την ανεξαρτησία της χώρας μας. Όμως, τα ανταλλάγματα, όπως θα φανεί πολύ γρήγορα, ήταν βαριά και τουλάχιστον από οικονομικής πλευράς, θα υποχρέωναν τις ελληνικές κυβερνήσεις να μετατραπούν σε υποτελείς των μεγαλόσχημων… σωτήρων τους.


Αγγλο-Γαλλικό… «ντους»!

Το πόσο αδύναμο και ολότελα εξαρτώμενο απ’ τον ξένο παράγοντα ήταν το νεαρό ελληνικό βασίλειο θα αποδειχτεί σύντομα και σε επαναλαμβανόμενες περιπτώσεις. Η πιο κραυγαλέα από αυτές ήταν η εμπλοκή της Ελλάδας στον λεγόμενο Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1854) μία εκτεταμένη αλλά περιφερειακή πολεμική σύρραξη από την οποία η ελληνική πολιτικό-στρατιωτική ηγεσία πίστεψε ότι θα μπορούσε να επωφεληθεί. Αγγλία και Γαλλία είχαν στραφεί εναντίον της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, που με αφορμή ένα επεισόδιο στους Αγίους Τόπους θέλησε να κτυπήσει αποφασιστικά την καταρρέουσα τότε Οθωμανική Τουρκία, επιδιώκοντας την έξοδό της στο Αιγαίο. Η ελληνική κυβέρνηση, ενθαρρύνοντας επαναστατικά κινήματα σε περιοχές με μεγάλο χριστιανικό πληθυσμό που παράμεναν ακόμη αλύτρωτες (Θεσσαλία και Ήπειρος) νόμιζε πως είχε βρει την κατάλληλη ευκαιρία για να προωθήσει τη «Μεγάλη Ιδέα», δηλαδή την επανίδρυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Όμως οι προσδοκίες αποδείχτηκαν φρούδες. Οι Αγγλογάλλοι -με τη συνδρομή και της Αυστρίας- που δεν ήταν διατεθειμένοι να ρισκάρουν τα συμφέροντά τους στην περιοχή, τάχθηκαν στο πλευρό του Σουλτάνου κηρύσσοντας τον πόλεμο στον Τσάρο Νικόλαο Α’. Η σύγκρουση γενικεύτηκε, τα ρωσικά στρατεύματα που είχαν εισβάλει στις Παραδουνάβιες Αυτόνομες Ηγεμονίες αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν, ενώ στον Πειραιά επιβλήθηκε τριετής ναυτικός αποκλεισμός, με στόχο να εκβιαστεί ο Όθωνας σε ουδετερότητα.  Η τριετής… «συμμαχική» κατοχή του Πειραιά (Μάιος 1854 – Φεβρουάριος 1857) επέφερε στην Ελλάδα πολλά δεινά. Λιγότερο από τριάντα χρόνια μετά το Ναβαρίνο (1827) τα όνειρα των Ελλήνων για μία διαρκή υποστήριξη των μεγάλων χριστιανικών κρατών έναντι των αλλόθρησκων Οθωμανών, καταρρέουν σαν χάρτινος πύργος. Συνειδητοποιούν με σκληρό και απόλυτα οδυνηρό τρόπο (η επιδημία χολέρας που ξέσπασε λόγω μόλυνσης από τα ξένα πληρώματα κατά τη διάρκεια του ναυτικού αποκλεισμού κόστισε χιλιάδες νεκρούς στην Αθήνα και στον Πειραιά)  ότι στη διεθνή πολιτική δεν υπάρχουν ανθρωπιστικοί, φιλικοί ή θρησκευτικοί δεσμοί, αλλά μόνο μεταβαλλόμενα συμφέροντα.


«Εθνικός διχασμός» και νέα επέμβαση… φίλων!

Τον Ιούλιο του 1914, εξήντα χρόνια μετά τη λήξη του Πολέμου στην Κριμαία, ξέσπασε στην Ευρώπη ο «Μεγάλος Πόλεμος», μία στρατιωτική δηλαδή σύγκρουση ανάμεσα στους δύο κραταιούς αντίπαλους συνασπισμούς («Τριπλή Συνεννόηση» V «Εγκάρδιας Συμμαχίας»)  που θέλησαν έτσι να… ξεκαθαρίσουν τους «λογαριασμούς» τους με γνώμονα τα οικονομικά τους συμφέροντα. Παρά το ότι ο (Α’ Παγκόσμιος, όπως ονομάστηκε στη συνέχεια) πόλεμος άρχισε μέσα σε γενικό κλίμα… ευφορίας και με την αίσθηση ότι θα ήταν υπόθεση μερικών… εβδομάδων (!), κράτησε επί… 4,5 χρόνια προκαλώντας εκατόμβες θυμάτων. Στην Ελλάδα, η προηγούμενη άριστη συνεργασία που είχε προκύψει κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων (1912-1913) μεταξύ του διαδόχου –τότε- Κωνσταντίνου και πλέον βασιλιά και του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, κλονίστηκε! Ενώ ο γερμανόφιλος Κωνσταντίνος πίστευε ακράδαντα στην τήρηση ουδετερότητας (προβλέποντας πως η Γερμανία του Κάιζερ Γουλιέλμου θα ήταν η νικήτρια), στον αντίποδα ο πρωθυπουργός πρόβλεπε επικράτηση της «Αντάντ» (Αγγλία-Γαλλία, Ρωσία και εντέλει Ιταλία) απέναντι στους αντιπάλους της (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία και Βουλγαρία). Ο Βενιζέλος προσπάθησε να επιβάλει στο μονάρχη τη γνώμη του, «πατώντας» πάνω στις συμμαχικές υποχρεώσεις της Ελλάδας (με βάση το Βαλκανικό Σύμφωνο) προς τη Σερβία. Η τελευταία, έχοντας είχε δεχτεί την επίθεση της Αυστροουγγαρίας, ύστερα από τη δολοφονία του πριγκιπικού ζεύγους (του διάδοχου του αυστροουγγρικού θρόνου Φερδινάνδου και της συζύγου του) στο Σεράγεβο τον Ιούνιο του 1914 από έναν Σέρβο εθνικιστή, έδειχνε έτοιμη να καταρρεύσει. Αλλεπάλληλες συσκέψεις μεταξύ των δύο ανδρών δεν έφεραν αποτέλεσμα και ο πρωθυπουργός παραιτήθηκε. Ο Κωνσταντίνος όρισε νέα κυβέρνηση που κήρυξε ουδετερότητα, όμως ο Βενιζέλος αντέδρασε και ενθάρρυνε το ξέσπασμα στη Θεσσαλονίκη του κινήματος της «Εθνικής Άμυνας». Ενώ στην «Παλαιά Ελλάδα» οι λεγόμενοι «Κωνσταντινικοί» (φιλομοναρχικοί) συμβιβάστηκαν με την κατάσταση και ένα ολόκληρο Σώμα Στρατού παραδόθηκε στους Γερμανούς και μεταφέρθηκε εν ομηρεία στο στρατόπεδο Γκέρλιτς, οι κάτοικοι των «Νέων Χωρών» στήριξαν την «τριανδρία» (Βενιζέλος-Κουντουριώτης-Δαγκλής) του βορρά. Οι φιλοβενιζελικές δυνάμεις κινήθηκαν προς την Αθήνα, όπου μαίνονταν ήδη εμφύλιες συγκρούσεις που έμειναν στην ιστορία ως «Εθνικός Διχασμός». Παράλληλα, η «Αντάντ» αποβίβασε δυνάμεις στον Πειραιά και μία πολεμική σύρραξη που ξεκίνησε μεταξύ αποικιακών κυρίως, «συμμαχικών» στρατευμάτων και απέναντι σε μονάδες πιστές στο Βασιλιά Κωνσταντίνο οδήγησε σε εκατοντάδες νεκρούς και από τις δύο πλευρές. Ήταν η δεύτερη στα χρονικά επέμβαση φίλιων στρατευμάτων σε ελληνικό έδαφος αυτή που οδήγησε στην έξωση του Κωνσταντίνου και νίκη του Βενιζέλου. Ο Κρης πολιτικός αναλαμβάνοντας πια τον έλεγχο όλης της χώρας, προχώρησε σε έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των δυτικών δυνάμεων. Έμελλε, ωστόσο, να υπάρχει και συνέχεια…

«Δεκεμβριανά» (1944): Βρετανική εισβολή στην Αθήνα εν μέσω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου!


Ελληνο-Ιταλικός Πόλεμος (1940-41)

Τον Οκτώβριο του 1940 η Ελλάδα δέχτηκε την απρόκλητη επίθεση της φασιστικής Ιταλίας, που ως σύμμαχος του «Άξονα» (Ρώμης-Βερολίνου-Τόκιο) επεδίωκε την επάνοδό της σαν κυριαρχική δύναμη σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Η τήρηση ουδετερότητας (για την οποία συμφωνούσαν τόσο ο Βασιλιάς Γεώργιος Β’ όσο και ο «εθνικός κυβερνήτης» Ιωάννης Μεταξάς) δεν μπορούσε πλέον να υποστηριχτεί. Στο ιταμό τελεσίγραφο του Μουσολίνι ο πρωθυπουργός –ουσιαστικά δικτάτορας από τον Αύγουστο του 1936 με τις «ευλογίες» του θρόνου- αντέταξε τη διαπίστωση ότι «έχουμε πόλεμο» (γεγονός που επιβεβαιώνει στα απομνημονεύματά του ο πρεσβευτής Γκράτσι). Η Ελλάδα σύσσωμη απάντησε «ΟΧΙ» στον εισβολέα και γρήγορα η Ιταλική διείσδυση στην Ήπειρο (μέσω της Ελληνο-αλβανικής μεθορίου) μετατράπηκε σε άτακτη φυγή. Οι Έλληνες στρατιώτες μπήκαν το Νοέμβριο θριαμβευτές στην Κορυτσά, η οποία ήταν η πρώτη πόλη που απελευθερώθηκε από το ζυγό του «Άξονα». Με μόνη την Αγγλία να αντιστέκεται ακόμη στη χιτλερική λαίλαπα που σάρωνε τη «γηραιά ήπειρο», το κατόρθωμα του ελληνικού στρατού απέναντι σε μία ισχυρή αυτοκρατορία συντάραξε και συγκίνησε ολόκληρο τον ελεύθερο κόσμο!

Η γερμανική επίθεση.

Ο Χίτλερ, ενοχλημένος από την αγγλόφιλη στάση της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά περισσότερο από την… αποκοτιά του Μουσολίνι (που δεν τον είχε ενημερώσει για την πρόθεσή του να εισβάλει στην Ελλάδα) ήταν τώρα εκ των πραγμάτων υποχρεωμένος να εξουδετερώσει την απειλή από το νότο. Όσο οι Βρετανοί παρέμεναν στην Ελλάδα (ως εκστρατευτικό σώμα) εκείνος δεν μπορούσε να ρισκάρει μία παρέμβασή τους, τη στιγμή που είχε ήδη αποφασίσει να εισβάλει και στη Σοβιετική Ένωση. Οι Ρουμανικές πετρελαιοπηγές (η Ρουμανία είχε ταχθεί στο πλευρό των ναζί) έπρεπε να προστατευθούν από πιθανούς βομβαρδισμούς της RAF και ο μόνος τρόπος για αυτό ήταν ο έλεγχος και η κατοχή του ελλαδικού χώρου (τουλάχιστον μέχρι τις Θερμοπύλες). Έτσι η Ελλάδα δέχτηκε νέα εισβολή, πιο σφοδρή και ανελέητη από την προηγούμενη και μέσω αυτή τη φορά της βουλγαρικής μεθορίου, καθώς η Βουλγαρία ήταν επίσης σύμμαχος του «Άξονα». Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Ανήμπορη να αντέξει το βάρος τόσων συντριπτικά ανώτερων εχθρικών δυνάμεων, η Ελλάδα συνθηκολόγησε τον Απρίλιο του 1941 και η φριχτή, τριπλή κατοχή της χώρας μας, άρχισε.


Κατοχή και Εθνική Αντίσταση.

Την αρχική ελπίδα πως η Ελλάδα θα μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει ως οντότητα, έστω υπό κατοχή γρήγορα διέψευσε η οικτρή πραγματικότητα. Τμήματα της κατεχόμενης χώρας παραχωρήθηκαν από τους Γερμανούς στους Βουλγάρους (Ανατολική Μακεδονία, Θράκη) αλλά και στους Ιταλούς (οι οποίοι επεδίωκαν την «ανεξαρτητοποίηση» της Επτανήσου και μέρους της Ηπείρου) που ίδρυσαν σε αυτά, πομπώδη καθεστώτα. Ο θαλάσσιος αποκλεισμός των δυτικών συμμάχων, η δέσμευση των μεταφορικών μέσων από τους κατακτητές και η σχεδόν παντελής καταστροφή του οδικού δικτύου και μέρους των υποδομών πολύ γρήγορα οδήγησαν σε λιμοκτονία τα πτωχότερα στρώματα του πληθυσμού των μεγάλων πόλεων, που άλλωστε ήταν και η πλειοψηφία. Ξεκίνησε η «μαύρη αγορά» και περιουσίες όπως και τιμαλφή, άλλαζαν χέρια εν ριπή οφθαλμού, έναντι ελαχίστου ανταλλάγματος. Η πείνα θέριζε και οι άνθρωποι πέθαιναν καθημερινά στους δρόμους, ενώ τα κάρα του δήμου μετέφεραν συνεχώς νεκρούς. Η Ελλάδα στέναζε, τη στιγμή που αρκετοί πρόθυμοι συνεργάτες ενίσχυαν τους κατακτητές, καταδίνοντας συμπατριώτες τους που έκρυβαν ή φυγάδευαν Άγγλους στρατιωτικούς. Ξεκίνησαν οι εκτελέσεις των πρώτων αντιστασιακών, η Αθήνα και ο Πειραιάς θρηνούσαν τους εκατοντάδες καθημερινούς νεκρούς τους, ειδικά τον πρώτο, πολύ βαρύ χειμώνα του 1941/42.  Το Κ.Κ.Ε. που ήταν το μοναδικό κόμμα το οποίο εξ’ ανάγκης διέθετε συνωμοτική παράδοση, πρωτοστάτησε στη δημιουργία του Ε.Α.Μ. (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) το Σεπτέμβριο του 1941. Ακολούθησαν βεβαίως και άλλοι πατριωτικοί αντιστασιακοί σχηματισμοί, μικρότερης εμβέλειας (Ε.Δ.Ε.Σ., Ε.Κ.Κ.Α. κλπ)  Αντίθετα, απόντες από τον αντιστασιακό αγώνα υπήρξαν οι παλαιοί, αστοί πολιτικοί, που είχαν τεθεί στο περιθώριο ήδη από το 1936 και απλά, ανέμεναν τις εξελίξεις… Ανενεργό υπήρξε ακόμη, σημαντικό μέρος των υψηλόβαθμων αξιωματικών που βρίσκονταν στην κατεχόμενη χώρα. Σύντομα δημιουργήθηκαν τρεις πόλοι εξουσίας, ένας στο εξωτερικό και δύο στη χώρα. Η «εξόριστη» (από τον Ιούνιο του 1941) βασιλική κυβέρνηση του Καΐρου (Μέσης Ανατολής), η «δωσίλογη» (κυβέρνηση «Κουίσλιγκ»)  της Αθήνας και τέλος εκείνη, «των βουνών».


Ανταγωνισμοί στο «βουνό».

Ο Ε.Λ.Α.Σ. (το ένοπλο τμήμα του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου) με ουσιαστικό εμπνευστή, ιδρυτή και πρωτοκαπετάνιο τον «Άρη Βελουχιώτη» (Αθανάσιος Κλάρας) έναν πιστό, ανηλεή προς τους εχθρούς του και φανατισμένο κομμουνιστή, κατάφερε από τον Ιούνιο του 1942 έως τα μέσα του 1944 να έχει απελευθερώσει ένα πολύ μεγάλο τμήμα της ορεινής χώρας. Το πέτυχε με συνεχείς επιθετικές ενέργειες κατά των Γερμανο-Ιταλών, αλλά και κυριαρχώντας επί των υπολοίπων ανταρτικών σχηματισμών, τους οποίους επεδίωκε είτε να αφοπλίσει και ενσωματώσει είτε να τους εξουδετερώσει, όπως στην τραγική περίπτωση του συνταγματάρχη Δημήτριου Ψαρρού που το Σύνταγμά του (2/52 Παρνασσίδας) τελικά διαλύθηκε και ο ίδιος μαζί με δεκάδες αξιωματικούς του δολοφονήθηκε άνανδρα. Εν τω μεταξύ, οι Βρετανοί στην απέλπιδα προσπάθειά τους να αποδυναμώσουν την ισχύ της Βέρμαχτ, οργάνωσαν ένα γενικευμένο σχέδιο δολιοφθορών εναντίον του «Άξονα» σε όλες τις κατεχόμενες χώρες (Κωδική ονομασία: Annimals). Στο πλαίσιο αυτό στάλθηκε με αλεξίπτωτα στην Ελλάδα μία ομάδα Βρετανών κομάντο με επικεφαλής τους Έντι Μάγερς και Κρίστοφερ Γουντχάουζ που θα ερχόταν σε επαφή με τους Έλληνες αντάρτες για το συντονισμό της κοινής δράσης. Οι Άγγλοι, γνωρίζοντας τη μεγάλη υπεροπλία του Ε.Λ.Α.Σ. έναντι του περιορισμένων δυνατοτήτων αντάρτικου του συνταγματάρχη Ναπολέοντα Ζέρβα στην Ήπειρο, θέλησαν αρχικά να μοιράσουν στα δύο το… «καρπούζι» της τροφοδοσίας με όπλα και πολεμοφόδια. Για όσο χρονικό διάστημα το Φόρεϊν Όφις γνώριζε ότι είχε ανάγκη τον Βελουχιώτη (π.χ. στην πραγματοποίηση της ανατίναξης της Γέφυρας του Γοργοποτάμου) φρόντιζαν η στάση τους να μην τον δυσαρεστεί. Αργότερα όμως, όταν η γραμμή πλεύσης άλλαξε και με δεδομένη την διαφαινόμενη ήττα του «Άξονα» (από το καλοκαίρι του 1943 και μετά η τροπή του Β’ Π.Π. έδειχνε να ευνοεί τη συμμαχική πλευρά) οι Άγγλοι στράφηκαν σχεδόν αποκλειστικά στην προστασία του Ζέρβα, που οι δυνάμεις του είχαν δεχθεί σφοδρά πλήγματα από τον Ε.Λ.Α.Σ. Ο λεγόμενος «πρώτος γύρος» του εμφυλίου σπαραγμού ήταν σε πλήρη εξέλιξη.

Ο ρόλος του Παπανδρέου.

Ο εξόριστος Έλληνας πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, ένας συντηρητικός αστός πολιτικός που διαπνεόταν από φιλελεύθερο προσανατολισμό αλλά και σφοδρό αντικομμουνισμό είχε αντικαταστήσει στην προεδρία της εξόριστης κυβέρνησης τον Εμμανουήλ Τσουδερό. Ο Παπανδρέου πέτυχε να εκμεταλλευτεί τις πιο κραυγαλέες από τις ακρότητες των κομμουνιστών, ώστε τελικά να σύρει το Ε.Α.Μ. και το Κ.Κ.Ε. (που ουσιαστικά έλεγχε την κεντρική επιτροπή του Μετώπου) στις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας. Ενόψει της πολυπόθητης Απελευθέρωσης, δύο αντίθετοι κοινωνικοί και ιδεολογικοί συνασπισμοί άρχιζαν να ακονίζουν τη «λεπίδα» του εμφύλιου σπαραγμού. Η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας που συμφωνήθηκε μεταξύ όλων των πλευρών (Βρετανοί, Βασιλιάς, εξόριστη κυβέρνηση, Κ.Κ.Ε., Ε.Α.Μ., Ε.Δ.Ε.Σ., Ε.Κ.Κ.Α.) να έχει επικεφαλής τον Αχαιό πολιτικό, θα περιελάμβανε στη σύνθεσή της έξι συνολικά επιφανή κομμουνιστικά στελέχη αλλά και μετριοπαθή μέλη της Πανελλήνιας Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (της «κυβέρνησης του βουνού», που είχε εγκαθιδρύσει το Ε.Α.Μ. στις ελεύθερες περιοχές).

Η συμμαχική νίκη «επί θύραις».

Στο Ανατολικό μέτωπο και ύστερα από τη νίκη των Σοβιετικών επί της Βέρμαχτ το καλοκαίρι του 1943 (στη μάχη του Κουρσκ) η πλάστιγγα της αναμέτρησης έκλινε προς την πλευρά της Ε.Σ.Σ.Δ., ως αποτέλεσμα και της παράδοσης της 6ης Γερμανικής Στρατιάς στο Στάλινγκραντ τον Ιανουάριο του ίδιου έτους. Οι Γερμανοί, ύστερα από μία διετία ακάθεκτης διείσδυσης στα εδάφη της αχανούς χώρας, έχασαν την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων και ξεκίνησαν τη συντεταγμένη υποχώρησή τους προς δυσμάς και την κοιτίδα του «Τρίτου Ράιχ», η οποία θα βαστούσε κι αυτή, άλλα δύο χρόνια! Παράλληλα, η επιθυμία του στρατάρχη Στάλιν που πίεζε τους δυτικούς συμμάχους από καιρό για το άνοιγμα ενός δευτέρου μετώπου στην ηπειρωτική Ευρώπη έγινε πραγματικότητα με τη συμμαχική απόβαση στη Σικελία το καλοκαίρι του 1943. Το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι γκρεμίστηκε, ο ίδιος καθαιρέθηκε από το Βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ Γ’ και τέθηκε σε περιορισμό, όμως ο Χίτλερ έστειλε μία ομάδα έμπειρων καταδρομέων υπό τον Ότο Σκορτσένυ, που τον ελευθέρωσε και τον εγκατέστησε στον πάντα Γερμανοκρατούμενο Ιταλικό Βορρά (ιδρύοντας εκεί ένα κρατίδιο-μαριονέτα, την «Κοινωνική Δημοκρατία του Σαλό»).

Η Ιταλική συνθηκολόγηση και παράδοση.

 Οι Ιταλικές μονάδες έπειτα από τη συνθηκολόγηση της χώρας τους παραδίδονταν ομαδικά στους συμμάχους και μάλιστα ένα μέρος του έμψυχου δυναμικού τους στελέχωνε τώρα εθελοντικά τα Αγγλοαμερικανικά τμήματα, εναντίον του κοινού, πλέον, εχθρού. Ενώ η ημερομηνία άφιξης της ελληνικής βασιλικής κυβέρνησης ορίστηκε για τις 18 Οκτωβρίου, δηλαδή έξι ολόκληρες ημέρες μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα, μεγάλες ποσότητες Ιταλικών όπλων και πυρομαχικών είχαν περιέλθει στα χέρια του Ε.Λ.Α.Σ. (κατόπιν συμφωνίας με τον επικεφαλής στρατηγό Αντόλφο Ινφάντε της 24ης Μεραρχίας «Πινερόλο»).

Η Γαλλία ελεύθερη!

Στις 6 Ιουνίου του 1944 («D-Day») οι σύμμαχοι εκτελούν με επιτυχία μία απόβαση στην ακτή της Νορμανδίας και λυγίζοντας την πείσμονα γερμανική αντίσταση προχωρούν στα ενδότερα της Γαλλίας, κατατροπώνουν και ανατρέπουν το προδοτικό καθεστώς του Βισύ (που είχε συμμαχήσει με τον «Άξονα») και με τη σημαντική συνδρομή Γάλλων αντιστασιακών, ελευθερώνουν το Παρίσι.

Η συμφωνία των ποσοστών.

Με δεδομένη πια την οριστική συντριβή του ναζισμού, οι επίδοξοι νικητές (Αγγλία, Η.Π.Α., Ε.Σ.Σ.Δ., Ελεύθεροι Γάλλοι) πλήθυναν τις συναντήσεις τους, προκειμένου να διευθετήσουν με βάση τα συμφέροντά τους, τον μεταπολεμικό χάρτη, αναδιανέμοντας τις απελευθερωμένες χώρες σε «σφαίρες επιρροής». Στην πιο διαβόητη από αυτές τις επαφές, που πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του 1944 μεταξύ των Ιωσήφ Στάλιν και Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο Σοβιετικός ηγέτης απόσυρε το όποιο ενδιαφέρον του για την Ελλάδα, θέλοντας να κατοχυρώσει την κυριαρχία του σε άλλες χώρες πιο κοντινές στην Ε.Σ.Σ.Δ., όπως η Ρουμανία και η Βουλγαρία. Οι Βρετανοί δέχτηκαν με αντάλλαγμα να έχουν ένα αποφασιστικό «πάνω χέρι» στην απελευθερωμένη Ελλάδα. Ο Σοβιετικός ηγέτης τήρησε τα συμφωνηθέντα και ο Κόκκινος Στρατός που είχε πλέον μπει νικητής στη Βουλγαρία, τερμάτισε εκεί την προέλασή του στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ο κύβος είχε ριφθεί…

Αφοπλισμός των ανταρτών.

Στην Ελλάδα ο Παπανδρέου και οι Βρετανοί προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν τις βλέψεις εξουσίας του πανίσχυρου Κ.Κ.Ε., που παρά τους φημολογούμενους σχεδιασμούς, κράτησε το λόγο του να μη διεκδικήσει με τα όπλα την εξουσία και «υποτάχθηκε» στις διαταγές του στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπυ. Φάνηκε στιγμιαία ότι ο εμφύλιος πόλεμος απομακρυνόταν ως ενδεχόμενο, αλλά η αδράνεια της ελληνικής κυβέρνησης για τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει (δίωξη δοσίλογων, κατάργηση των  μισητών «ταγμάτων ασφαλείας», παραπομπή σε δίκη όλων των προδοτών-συνεργατών των κατακτητών, επιστροφή περιουσιών που χάθηκαν στην κατοχή, στους δικαιούχους κλπ) άρχισε να συνθέτει ένα «εκρηκτικό» μείγμα. Η «πρεμούρα» του Βρετανικού παράγοντα για αποδυνάμωση του Ε.Λ.Α.Σ. προς δημιουργία ενός εθνικού στρατού ελεγχόμενου στο μεγαλύτερο μέρος του (αν όχι εν συνόλω) από την κυβέρνηση Παπανδρέου υπήρξε ένα κομβικό σημείο τριβής. Παρά τις αλλεπάλληλες συσκέψεις, δεν συμφωνήθηκε ένα κοινά αποδεκτό σχέδιο αφοπλισμού και δημιουργίας του νέου στρατεύματος, με ευθύνες σε αυτό, όλων των εμπλεκομένων.

Βρετανικός «δάκτυλος».

Ο Τσώρτσιλ από την πλευρά του, μέσω και του Bρετανού πρεσβευτή Ρέτζιναλντ Λήπερ, «τορπίλισε» κάθε προσπάθεια συναίνεσης και προσπάθησε στην κοινή γνώμη της χώρας του να παρουσιάσει τους Έλληνες κομμουνιστές σαν… άγρια ζώα με πολεμοχαρή διάθεση! Το μόνο που οι Βρετανοί είχαν φροντίσει καλά ήταν να πείσουν τον πείσμωνα Γεώργιο Β’ να δεχτεί –προσωρινά- τον ορισμό ενός αντιβασιλέα (συμφωνήθηκε να αναλάβει αυτό το ρόλο ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός) και να μην επιστρέψει στη χώρα πριν ο ελληνικός λαός αποφασίσει ο ίδιος με ελεύθερο δημοψήφισμα τη μορφή του Πολιτεύματος που επιθυμούσε. Ωστόσο συγκεκριμένη ημερομηνία για την προσφυγή στις κάλπες δεν ανακοινώθηκε.

Η κατάσταση οδηγείται στα άκρα!

Καθώς ο Σκόμπυ είχε ορίσει με διαταγή του ως καταληκτική ημερομηνία τη 12η Δεκεμβρίου 1944 για την παράδοση των ανταρτικών όπλων και τη διάλυση όλων των σχηματισμών (Ε.Α.Μ/Ε.Λ.Α.Σ. – Ε.Λ.Α.Ν.-Ο.Π.Λ.Α.-Ε.Ο.Ε.Α.-Ε.Δ.Ε.Σ.-Ε.Κ.Κ.Α.), φροντίζοντας να πετύχει το μη αφοπλισμό του «Ιερού Λόχου» και της «Γ’ Ορεινής Ταξιαρχίας» (που αποτελούσαν, ουσιαστικά, «πραιτωριανούς» του βασιλέα Γεώργιου) το Κ.Κ.Ε. σκλήρυνε και αυτό τη στάση του. Προκηρύχθηκε γενική απεργία για την 4η Δεκεμβρίου, ενώ για μία ημέρα πριν (Κυριακή 3 Δεκεμβρίου) ανακοινώθηκε συλλαλητήριο διαμαρτυρίας του Ε.Α.Μ. στην Πλατεία Συντάγματος. Αρχικά η κυβέρνηση έδωσε την άδειά της, αλλά αργά το βράδυ του Σαββάτου 2 Δεκεμβρίου την ανακάλεσε, με πρόσχημα ότι υπήρξαν πληροφορίες για επικείμενο κομμουνιστικό πραξικόπημα. Το Ε.Α.Μ. που ήδη είχε ολοκληρώσει την προετοιμασία της διαδήλωσης (που θα ξεκινούσε από όλες τις λαϊκές γειτονιές της πρωτεύουσας) αγνόησε την απαγόρευση και τα πράγματα βάδισαν στο μοιραίο δρόμο τους. Εκείνες τις τόσο κρίσιμες ώρες η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. (Σιάντος, Ιωαννίδης, Ζέβγος) προχώρησε στην επανασύσταση της Κεντρικής του Επιτροπής ενώ οι έξι υπουργοί του Ε.Α.Μ. παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το συνεχιζόμενο αδιέξοδο. Ο πρώην πρόεδρος της Π.Ε.Ε.Α. και διαπρεπής νομομαθής Αλέξανδρος Σβώλος επιχείρησε με μία ύστατη προσπάθεια να προσεγγίζει τον επικεφαλής της Σοβιετικής στρατιωτικής αποστολής, ώστε ο τελευταίος να αναλάβει έναν διαμεσολαβητικό ρόλο. Όμως, ο συνταγματάρχης Ποπόφ αρνήθηκε, υπακούοντας προφανώς σε εντολή του Στάλιν.

Η «σπίθα» του ολέθρου!

Το πάνδημο λαϊκό συλλαλητήριο του Ε.Α.Μ. στο Σύνταγμα, στο οποίο έλαβαν μέρος εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που προδήλως ήσαν άοπλοι, βάφτηκε στο αίμα! Με εντολή του αρχηγού της Αστυνομίας Πόλεων Άγγελου Έβερτ, οι χωροφύλακες άνοιξαν ξαφνικά πυρ κατά του πλήθους, από κοινού με στελέχη παρακρατικών – αντικομμουνιστικών ομάδων που είχαν πάρει θέσεις στις ταράτσες παρακειμένων κτιρίων. Τουλάχιστον 18 άτομα έχασαν τη ζωή τους ενώ πολλές δεκάδες ήταν οι τραυματίες. Λίγες ώρες μόνο μετά, η Πολιτοφυλακή του Ε.Α.Μ. και άλλοι ένοπλοι σχηματισμοί του Κ.Κ.Ε. προχώρησαν σε επιθέσεις εναντίον αστυνομικών τμημάτων και σταθμών χωροφυλακής σε όλη την Αθήνα. Τα φοβερά «Δεκεμβριανά», μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις που αντίπαλες πολιτικές παρατάξεις συγκρούστηκαν στην ελληνική πρωτεύουσα, είχαν ξεκινήσει. Την επόμενη ημέρα έγιναν οι κηδείες των θυμάτων αλλά οι αρχές ασφαλείας χτύπησαν και πάλι «στο ψαχνό» (με αποτέλεσμα ακόμη περισσότερους νεκρούς) καθιστώντας έτσι ουσιαστικά αδύνατη κάθε απόπειρα ειρήνευσης. Επί 33 ημέρες η Αθήνα θα ζούσε έναν πολυαίμακτο εφιάλτη που άφησε χαραγμένη τη συλλογική συνείδηση από τρόμο και απόγνωση.  

Βία κατά δικαίων και αδίκων!

Το Κ.Κ.Ε. είχε τραβήξει το χαρτί της επανάστασης, αλλά η ηγεσία του παλινωδούσε μεταξύ της ολοκληρωτικής σύγκρουσης για την κατάληψη της εξουσίας, ή μίας σαφούς προειδοποίησης προς την άλλη πλευρά, για τις δυνατότητές του και την εξασφάλιση μίας ανακωχής από θέση ισχύος. Ενώ όμως, οι κινηματίες Αριστεροί αναλώνονταν σε τέτοιου είδους τακτική και μάλιστα πιστεύοντας ότι ένα ξεκαθάρισμα της Αθήνας από κάθε φασιστικό-προδοτικό στοιχείο θα γινόταν ανεκτό από τους Βρετανούς, στην αντίπερα όχθη επιστρατεύθηκε κάθε πιθανή επιλογή αντίστασης. Φυλακισμένα μέλη των προδοτικών «ταγμάτων ασφαλείας» του τρίτου κατά σειρά, κατοχικού πρωθυπουργού Δημητρίου Ράλλη απελευθερώθηκαν και εξοπλίστηκαν, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν (μαζί με τα στελέχη της «Οργάνωσης Χ» του Γεωργίου Γρίβα και άλλες μικρότερες παρακρατικές ακροδεξιές συμμορίες) για την υπεράσπιση του κοινωνικού καθεστώτος έναντι της «ερυθρής» απειλής. Οι Πολιτοφύλακες του Ε.Α.Μ., οι περιβόητες «Ομάδες Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών» προχώρησαν σε αθρόες συλλήψεις επιφανών Αθηναίων, αντιδραστικών (όπως τους χαρακτήριζαν) αστών καθώς και αποδεδειγμένων προδοτών και μαυραγοριτών τους οποίους υπέβαλλαν σε εξαντλητική ανάκριση, πριν τους εκτελέσουν ομαδικά. Στο πολυεπίπεδο στόχαστρο εκείνων των τραγικών ημερών μπήκαν τόσο οι αποδεδειγμένοι συνεργάτες των Γερμανών, όπως οι πρώην αστυνομικοί της μισητής Ειδικής Ασφάλειας, ταγματασφαλίτες ή χωροφύλακες και μέλη του μηχανοκίνητου τμήματος της Γενικής Ασφάλειας («μπουραντάδες»), όσο και αντιφρονούντες (Τροτσκιστές και Αρχειομαρξιστές). Ο βαρύς πέλεκυς του Κ.Κ.Ε. έπεσε τότε σχεδόν αδιάκριτα σε κεφάλια δικαίων και αδικών, ενώ μερικές ανεξήγητες απαγωγές και οι εν-συνεχεία βίαιες εκτελέσεις έκαναν ιδιαίτερη αίσθηση, ενισχύοντας το αντί-κομμουνιστικό μένος αρκετών κοινωνικών ομάδων.

Η Βρετανική εισβολή.

Τη στιγμή που άρχισε η σύρραξη του Δεκέμβρη στη χώρα βρίσκονταν περί τους 7.000 Βρετανοί αξιωματικοί και οπλίτες. Παρά τον αρχικό αιφνιδιασμό που υπέστησαν, κατάφεραν γρήγορα να κινητοποιηθούν και να παρέμβουν σε αρκετές περιπτώσεις διασώζοντας μέλη εθνικιστικών οργανώσεων από αφανισμό, αλλά και να αποτρέψουν τη γενίκευση της επικράτησης του Ε.Λ.Α.Σ. που σημειώθηκε έως τα μέσα περίπου του μήνα. Χρησιμοποιώντας το λιμένα του Πειραιά και το Αεροδρόμιο οι Βρετανοί πέτυχαν να μεταφέρουν σημαντικές μονάδες από την Ιταλία στην Αθήνα, ενώ δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν ακόμη και αποικιακά στρατεύματα. Η δύναμη πυρός τους, ενισχυμένη από μηχανοκίνητο εξοπλισμό, τεθωρακισμένα και αεροπλάνα βοήθησε την κυβερνητική πλευρά (που η εξουσία της είχε περιοριστεί γύρω από το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας και λίγων ακόμη κτιρίων, τη λεγόμενη «Σκομπία») να σταθεί στα πόδια της και στον Παπανδρέου  να συνεχίσει για μερικές ακόμη ημέρες (πριν αντικατασταθεί από το Νίκο Πλαστήρα) να διατηρείται στη θέση του πρωθυπουργού (ουσιαστικά ήταν ένας πειθήνιος «τοποτηρητής» των βρετανικών συμφερόντων στην Ελλάδα). Με εκατόμβες αμάχων να προστίθενται καθημερινά και πτώματα να σωρεύονται –όπως στην κατοχή- στα καροτσάκια, η κατάσταση φάνηκε να οδηγείται σε μία πιθανή συμφωνία, ιδιαίτερα μετά την έλευση στην Αθήνα (παραμονές των Χριστουγέννων) για διαπραγματεύσεις, του ίδιου του Βρετανού πρωθυπουργού που τον συνόδευε μάλιστα ο υπουργός του επί των εξωτερικών, Άντονυ Ήντεν.

Αποτυχία συνεννόησης και ήττα του Ε.Λ.Α.Σ.

Στη σύσκεψη που έλαβε χώρα στη «Μεγάλη Βρετανία» οι εκπρόσωποι του Ε.Α.Μ./Κ.Κ.Ε. εμφανίστηκαν αδιάλλακτοι, θεωρώντας λανθασμένα πως η επίσκεψη του Τσώρτσιλ αποτελούσε εκ μέρους του, ένδειξη αδυναμίας. Δεν ήταν έτσι… Δίχως συμφωνία όταν ακόμη οι μάχες συνεχίζονταν με αβέβαιη την τελική τους έκβαση, το Κ.Κ.Ε. επέλεξε να συνεχίσει έναν απελπισμένο αγώνα, τη στιγμή που οι ιδεολογικοί σύμμαχοί του (Ε.Σ.Σ.Δ., Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία) είχαν καταστήσει σαφές ότι τουλάχιστον στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο, αδυνατούσαν να του παράσχουν την παραμικρή έμπρακτη βοήθεια. Η αναλογία των αντίπαλων δυνάμεων μεταβαλλόταν σε όλο και πιο δυσμενή νούμερα για την επαναστατημένη Αριστερά, έτσι ώστε στην τελευταία φάση των συγκρούσεων οι Βρετανικές δυνάμεις να αριθμούν 70.000 άνδρες, συντριπτικά περισσότερες από τις αντίστοιχες του Ε.Λ.Α.Σ. Τόσους αξιωματικούς και στρατιώτες δεν είχαν διανοηθεί να στείλουν οι Βρετανοί ούτε για την στήριξη της Ελλάδας κατά του «Άξονα» (1940 – 1941), ενώ ο ανωτέρω αριθμός ήταν σχεδόν ίδιος με εκείνο των Ιταλών εισβολέων τον Οκτώβριο του 1940! Ο Ε.Λ.Α.Σ. με όλο και λιγότερες δυνατότητες ενίσχυσης και εφοδιασμού εκκένωσε την πρωτεύουσα στις 5 Ιανουαρίου, σέρνοντας μαζί του εκατοντάδες αμάχων ομήρων, η τύχη των περισσοτέρων από τους οποίους υπήρξε οικτρή. Πολλοί από αυτούς πέθαναν από τις κακουχίες ή την κακή σίτιση, αρρώστησαν και απεβίωσαν από έλλειψη φαρμακευτικής αγωγής ή απλά εκτελέστηκαν. Το μέτρο της ομηρείας, το οποίο προκάλεσε αλγεινή εντύπωση στην κοινή γνώμη και αργότερα αποκηρύχτηκε από το ίδιο το Κ.Κ.Ε. ως απολύτως λανθασμένη κίνηση, είχε εφαρμοστεί από τους αποχωρούντες προκειμένου να προστατευτούν από τα αντίποινα των νικητών όσοι τυχόν ομοϊδεάτες τους παρέμειναν στην Αθήνα… Λίγες μόνο ημέρες μετά υπογράφτηκε η ανακωχή άνευ όρων και το Ε.Α.Μ./Κ.Κ.Ε. (που ναι μεν είχε ηττηθεί στρατιωτικά, αλλά όχι σε πολιτικό επίπεδο) υποχρεώθηκε το Φεβρουάριο του 1945 να υπογράψει τη «Συμφωνία της Βάρκιζας», κυριολεκτικά έχοντας την… πλάτη στον τοίχο. Πολύ σύντομα, νέα μεγαλύτερα δεινά θα προέκυπταν για την Ελλάδα, που θα έμπαινε σε έναν ακόμη πιο αιματηρό κύκλο εμφύλιας σύγκρουσης (1946-1949) οι συνέπειες του οποίου κράτησαν επί πολλές δεκαετίες!

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο «ματωμένος» Δεκέμβρης του 1944

( Γράφει ο Νίκος Δ. – Θ. Νικολαΐδης ) Κάθε Δεκέμβριο η σκέψη μου πλανιέται σε εκείνο το ολέθριο «κίνημα των Αριστερών»[*] με στόχο την κατ...